Τέσσερα σενάρια για το ελληνικό χρέος και τις προοπτικές του παρουσιάζει σε έκθεσή της η Barclays.
Ο διεθνής οίκος προβλέπει για την περίοδο 2017-2040 μέση ονομαστική ανάπτυξη 2,4% και πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% μετά το 2018.
Παράλληλα προβλέπει έσοδα της τάξεως των 5,5 δισ. από τις ιδιωτικοποιήσεις έως το 2022 και έξοδο στις αγορές μέσω πενταετών ομολόγων από το 2019.
Σενάριο 1. Περίπου το 75% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα. Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, εξαιτίας των ιδιαίτερα ευνοϊκών όρων (καμία πληρωμή τόκων σε EFSF/ESM πριν το 2023), το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα υποχωρεί σταδιακά έως το 2030, παρά τις προκλήσεις που σχετίζονται με την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος διάσωσης. Σε αυτό το σενάριο δεν υπάρχει καμία ελάφρυνση του χρέους.
Ωστόσο από το 2030, η ανάγκη μετακύλισης ομολόγων από το 2019 είναι πιθανό να εξισορροπήσει το ύψος του χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα. Με βάση αυτό το σενάριο, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα υπερβούν το 15% του ΑΕΠ το 2024 και το 20% το 2029, δεδομένο που επιβεβαιώνει το μη βιώσιμο του χρέους σε αυτό το σενάριο, τονίζει η Barclays.
Σενάριο 2. Η μόνη αλλαγή σε σχέση με το πρώτο σενάριο είναι η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις τα προηγούμενα τρία έτη έχουν αποδώσει περίπου 3 δισ. ευρώ. Ακόμα και αν τα έσοδα αυξάνονται κατά 1 δισ. ανά έτος, τότε θα ανέλθουν στα επίπεδα των 25 δισ. έως το 2040.
Σε αυτό το σενάριο η καμπύλη χρέους θα βελτιωθεί λίγο σε σχέση με το σενάριο, αλλά οι χρηματοδοτικές ανάγκες καταδεικνύουν και πάλι ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, τα δύο πρώτα σενάρια «δείχνουν» ότι μια μορφή ανακούφισης χρέους προς την Ελλάδα είναι απαραίτητη.
Σενάριο 3. Η Barclays εκτιμά επέκταση ωριμάνσεων για δάνεια που έλαβε η Ελλάδα από EFSF/ESM/GLF και καμία πληρωμή έως το 2041. Παράλληλα στο σενάριο περιλαμβάνει περικοπή στο μισό των επιτοκίων που πληρώνει η Ελλάδα στον ESM από το 2018 και μετά. Μια τέτοια στρατηγική θα μείωνε τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, χωρίς ονομαστικό «κούρεμα».
Όπως αναφέρει ο διεθνής οίκος, μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε, σε γενικές γραμμές, να θεωρηθεί αποτελεσματική από τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ, επιτρέποντας στο Ταμείο να συμμετάσχει στο πρόγραμμα.
Ωστόσο αυτό το σενάριο δεν θα ήταν το καλύτερο για την Ελλάδα καθώς το δημόσιο χρέος θα άρχιζε να αυξάνεται από 156% του ΑΕΠ το 2037, ενώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα ήταν πολύ κοντά στο να υπερβούν το 20% του ΑΕΠ το 2040.
Σενάριο 4. Σύμφωνα με αυτό, η Ελλάδα λαμβάνει μια σκληρή αναδιάρθρωση (harder restructuring). Αυτή η κίνηση είναι ό,τι πιο κοντά σε ό,τι χρειάζεται η Ελλάδα, αλλά είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί, εκτιμά η Barclays. Σε αυτό το σενάριο πέρα από την επέκταση των ωριμάνσεων των ομολόγων EFSF/ESM/GLF έως το 2041, η Barclays εκτιμά ότι δάνεια της ΕΚΤ και του ΔΝΤ μεταφέρονται στον ESM.
Παράλληλα η Ελλάδα δεν πληρώνει κανένα τόκο για το δημόσιο χρέος της έως το 2040. Αυτά τα μέτρα, σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, θα μειώσουν σημαντικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, ενώ θα βελτιώσουν και το προφίλ της δυναμικής του χρέους.
Σύμφωνα με την Barclays, το τέταρτο σενάριο είναι σχετικά εγγύτερα στις θέσεις του ΔΝΤ, ενώ οι Ευρωπαίοι είναι πιθανόν κοντινότερα σε μια light εκδοχή του τρίτου σεναρίου.
Ο διεθνής οίκος εκτιμά ότι το τρίτο σενάριο αποτελεί τον ελάχιστο παρονομαστή για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα της Ελλάδας.
Η Barclays τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω μέτρα μακροπρόθεσμα, καθώς ακόμα και με το πλέον επιθετικό σενάριο, το χρέος θα σταθεροποιηθεί περίπου στο 140% του ΑΕΠ.
Σε ό,τι αφορά στο QE της ΕΚΤ και το ενδεχόμενο να συμπεριληφθούν σε αυτό ελληνικά ομόλογα, η Barclays εκτιμά ότι το νωρίτερο που μπορεί να συμβεί είναι στις αρχές του 2017. Ο διεθνής οίκος εκτιμά (baseline scenario) πως το ύψος των αγορών μπορεί να ανέλθει στα 2,1 δισ. ευρώ.