Διακόσια χρόνια μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, ήλθε η ώρα να βάλουμε στην άκρη τον κοντοθωρισμό και την εσωστρέφεια που συνεπάγεται.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στον κόσμο που αναδύεται και που είναι ήδη αυτός της πολυπλοκότητας, η Ελλάδα έχει τεράστια ατού. Διαθέτει σοβαρά και ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα, στα οποία όμως τους γυρίζει την πλάτη. Πιθανότατα αυτό κάποιους τους βολεύει. Συνήθως πρόκειται για τους λίγους που κοροϊδεύουν τους πολλούς.
Στην εποχή που ζούμε, πέρα από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και τις βαθιές αλλαγές στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, αλλάζει σημαντικά και ο τρόπος παραγωγής πλούτου.
Και από την άποψη αυτή θα πρέπει να επισημάνουμε ευθύς εξ αρχής ότι ο σημερινός πλούτος είναι «επαναστατικός». Παράγεται δηλαδή από συντελεστές που απέχουν πολύ από τους αντίστοιχους των πρώτων βιομηχανικών επαναστάσεων, με κορυφαίες πρώτες ύλες τις γνώσεις και τις καινοτομίες.
Για κάποιον όπως ο υπογράφων, που 40 χρόνια τώρα παρακολουθεί τις μεταμορφώσεις της παγκόσμιας οικονομίας, οι εξελίξεις και οι ανατροπές που συμβαίνουν είναι κοσμογονικές. Και αυτό συμβαίνει γιατί παράλληλα με την παραδοσιακή «νομισματική οικονομία» βλέπουμε να αναδύεται γρήγορα και σταθερά μια νέου τύπου «άυλη οικονομία», η οποία παράγει διαφορετικό πλούτο.
Για να καταλάβει κανείς τη σημασία αυτού του φαινομένου, θα πρέπει να δεχθεί ότι κανένα σύστημα δημιουργίας πλούτου δεν υπάρχει από μόνο του.
Στη δημιουργία πλούτου υπεισέρχονται μια σειρά από διαφορετικοί παράγοντες, πολιτιστικοί, θρησκευτικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί και ψυχολογικοί, που διαπλέκονται μεταξύ τους και διαμορφώνουν έτσι έναν τρόπο ζωής συναφή και συμβατό με το υπάρχον σύστημα πλούτου.
Όπως είναι επόμενο μέσα στο σύστημα αυτό υπάρχουν κεκτημένα συμφέροντα τα οποία αντιστέκονται σε μεταβολές και μεταρρυθμίσεις, γιατί η όποια αλλαγή στο σύστημα μειώνει τις εξουσίες που έχουν πάνω σε αυτό.
Η επανάσταση έτσι στη δημιουργία πλούτου, σε ποικίλα επίπεδα, προκαλεί ισχυρές αντιδράσεις, ήδη ορατές.
Αντιδράσεις που σήμερα τροφοδοτεί και η σκληρή αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19.
Παρ’ όλα αυτά, στην υπό ανάδυση νέα εποχή, η Ελλάδα έχει τεράστια ατού με το μέρος της. Μπορεί να γίνει κυριολεκτικά «Γη της Επαγγελίας», αν απαλλαγεί από νεοοθωμανικά και άλλα παλαιοβαλκανικά σύνδρομα.
Μια σειρά από παράγοντες και συντελεστές αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα. Πριν απ’ όλα, η Ελλάδα διαθέτει ανθρώπινο δυναμικό με υψηλό μορφωτικό επίπεδο: 25% του πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών εχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 16%), και 25% διαθέτει πτυχίο στη φυσική, στη χημεία, στην τεχνολογία, στη μηχανική ή στα μαθηματικά (ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 22%).
Στο γεωγραφικό σταυροδρόμι της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, η Ελλάδα περιβάλλεται από σημαντικές αγορές και ανήκει στην αξίας 15 τρισεκατομμυρίων ευρώ αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαθέτει επίσης εξαιρετικές συνθήκες διαβίωσης: ήπιο κλίμα, χαμηλό ποσοστό εγκληματικότητας και οικονομικά προσιτή στέγαση.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια, σημαντική είναι η πρόοδος που γίνεται στις υποδομές, αλλά και στο ζωτικό πλέον σύστημα υγείας. Υπό αυτή την έννοια η χώρα έχει σημαντικές δυνατότητες προσέλκυσης καινοτόμων επενδύσεων.
Όμως, παρά τις πιο πάνω ευνοϊκές συνθήκες, η ελληνική καινοτόμος επιχειρηματικότητα αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις και σοβαρά προβλήματα. Ένα από τα τελευταία είναι η περιορισμένη πρόσβαση σε κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό.
Παρά τον υψηλό αριθμό αποφοίτων στους τομείς της φυσικής, της χημείας, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών, 59% των Ελλήνων εργοδοτών αδυνατούν να βρουν κατάλληλα καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό.
Η στενότητα της αγοράς εργασίας οφείλεται στη μαζική έξοδο από τη χώρα τουλάχιστον 420.000 νεαρών αποφοίτων από το 2008, που έγινε ευρύτερα γνωστή με τον όρο “brain drain”, καθώς και στην έλλειψη εργαζομένων με κατάρτιση σε τομείς υψηλής ζήτησης, όπως η ανάπτυξη λογισμικού.
Τα χρηματοδοτούμενα από το κράτος πανεπιστήμια δεν παρέχουν στους φοιτητές ειδικευμένα μαθήματα στην επιχειρηματικότητα — μια χαμένη ευκαιρία διδασκαλίας τρόπων ίδρυσης, χρηματοδότησης και θέσης σε λειτουργία μιας επιτυχημένης startup στους
δυνητικούς ιδρυτές επιχειρήσεων— και οι μεγάλες εταιρείες σπάνια προσφέρουν δυνατότητες πρακτικής άσκησης.
Ανεπαρκής είναι στη χώρα μας και η ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας και καινοτομίας.
Στον τομέα αυτόν ο υπουργός κ. Κυριάκος Πιερακκάκης ναι μεν καταβάλει σημαντικές προσπάθειες, οι οποίες πρέπει να ενταθούν.
Χωρίς εταιρικές δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη και με ιδιαίτερα ελλιπή συνεργασία μεταξύ εταιρειών, πανεπιστημίων και startups, οι ευκαιρίες για τεχνοβλαστούς (spinoffs) έρευνα και ανάπτυξη και ανάπτυξη προϊόντων σε αρχικό στάδιο θα συνεχίσουν να μειώνονται.
Καιρός είναι, λοιπόν, με αφετηρία την πανδημία και τα 200 χρόνια από την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, να απαλλαγούμε και από την βαρειά πέτρα του πελατειακού κράτους, που από μόνο του αποτελεί επαχθή ανατολίτικη κληρονομιά.