Η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί το 2021 με ρυθμό 3,5-4%, με βάση το βασικό σενάριο των εξελίξεων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ίδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και την τριμηνιαία έκθεσή που παρουσιάστηκε σήμερα διαδικτυακά. Εφόσον η υγειονομική κρίση υποχωρήσει βραδύτερα, περιορίζοντας την τουριστική περίοδο και επανακάμψει το φθινόπωρο με καθυστερήσεις στην απορρόφηση κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, η ανάπτυξη θα είναι ηπιότερη (1,5-2%). Η ανεργία θα κυμανθεί μεταξύ 15,5-16%.
Όπως ανέφερε, κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, η εξέλιξη και αντιμετώπιση του προβλήματος δεν είναι η ίδια σε όλον τον πλανήτη, με ορισμένες περιοχές να βρίσκονται πλέον πιο κοντά στην επιστροφή στην κανονικότητα και άλλες ακόμη σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Οι άμεσες οικονομικές προοπτικές είναι θετικές, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πως το υγειονομικό πρόβλημα έχει αμετάκλητα τιθασευτεί και πως η συνέχεια θα είναι ευθύγραμμη και στην οικονομία, προσέθεσε.
«Δεδομένου του μεγέθους και πρωτοφανών χαρακτηριστικών της κρίσης, η συνολική απόκριση δεν μπορεί να κριθεί ως αρνητική. Για την πρόοδο στον εμβολιασμό του πληθυσμού, κανείς δεν θα μπορούσε να τη θεωρεί δεδομένη μόλις πριν λίγους μήνες. Στο οικονομικό πεδίο η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική έχουν συντονιστεί για να προσφέρουν ένα αναγκαίο δίκτυ ασφαλείας», ανέφερε ο κ. Βέττας.
Σχετικά με τις διαρθρωτικές διαστάσεις του ζητήματος, σημείωσε ότι η τεχνολογική πρόοδος σε κομβικές περιοχές έχει υπάρξει πολύ σημαντική, ενώ οι δομές του παγκοσμίου εμπορίου δεν έχουν διαρραγεί και ως αποτέλεσμα, δεν αναμένεται αρνητική τάση στην παραγωγικότητα ή στη συμμετοχή στην εργασία. «Όμως, τα όρια παρεμβάσεων της οικονομικής πολιτικής εξαντλούνται, η υπερχρέωση συσσωρεύεται σε ιδιωτικό και δημόσιο επίπεδο και μια σειρά νέων προκλήσεων απαιτούν επείγουσα αντιμετώπιση», προσέθεσε.
Αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία, είπε πως η επαναφορά αυτή σε κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, που χαρακτήρισαν και την προηγούμενη δεκαετή κρίση, αν και βέβαια για νέους εξωγενείς λόγους, δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχία. «Αξιολογώντας τις προοπτικές ανάπτυξης για την τρέχουσα χρονιά διαφαίνεται ισχυρή ανάκαμψη στο δεύτερο μισό της με ρυθμό πραγματικής μεγέθυνσης στο 3,5-4%, χωρίς να αποκλείεται και μια περισσότερο αρνητική εξέλιξη. Οι τάσεις αποπληθωρισμού αναμένεται να αντιστραφούν, όπως και να υπάρχει θετική ανταπόκριση στο εμπορικό ισοζύγιο, εκτίμησε ο κ.Βέττας.
Ο κ.Βέττας σημείωσε επίσης ότι:
-Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να επανέλθει από την επόμενη χρονιά σε πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα είναι συστηματικά αλλά όχι υπερβολικά, μεσοπρόθεσμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ. Το μείγμα εσόδων και δαπανών θα πρέπει να λάβει σαφές αναπτυξιακό πρόσημο, με συστηματική ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας και στοχευμένη χρήση θετικών μέτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές ως κίνητρο για στροφή στην τυπική οικονομία.
-Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι υψηλής σημασίας. Οι πόροι που θα εισέλθουν, όσο σημαντικού ύψους και να είναι, δεν επαρκούν σε καμία περίπτωση για να καλύψουν το επενδυτικό κενό από μόνοι τους, αλλά είναι κρίσιμο να δημιουργήσουν πλαίσιο για κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων.
-Η βαθύτερη δυσκολία του εγχειρήματος σε σχέση με το Ταμείο Ανάκαμψης είναι πως μεγάλα τμήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της επιχειρηματικότητας δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στην ολοκλήρωση απαιτητικών επενδυτικών σχεδίων. Η επιτυχία του θα συναρτηθεί από την ευρύτερη οικονομική πολιτική και τον προσανατολισμό της.
-Είναι απαραίτητη η εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης της εργασίας με συστηματική μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού της βάρους, στοχευμένα προγράμματα ενεργητικών πολιτικών και εφαρμογή καινοτόμων προγραμμάτων κατάρτισης.
-Η νέα κρίση δείχνει ξεκάθαρα την ανάγκη βελτίωσης της αποτελεσματικότητας του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στον χώρο της υγείας υπάρχει έντονη ανάγκη βελτίωσης της δομής και λειτουργίας, με ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, ψηφιακών συστημάτων πληροφόρησης και διασύνδεσης μονάδων.
-Οι προκλήσεις εξισορρόπησης και δομικής μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας είναι πιο έντονες από ποτέ.