Ποσά που φτάνουν μέχρι και τις 4.284 ευρώ για τα αναδρομικά 7μήνου θα λάβουν οι συνταξιούχοι με πάνω από 30 συντάξιμα έτη, τον ερχόμενο Μάρτιο.
Σύμφωνα με τα «ΝΕΑ» ο νέος σχεδιασμός προβλέπει να πληρωθούν οι αυξήσεις εντός Φεβρουαρίου με τη σύνταξη Μαρτίου 2021 και στη συνέχεια να δοθούν τα αναδρομικά των αυξήσεων για 17 μήνες (Οκτώβριος 2019 – Μάρτιος 2021) μέσα στον Μάρτιο του 2021. Ωστόσο δεν αποκλείεται να δοθούν μαζί αυξήσεις και αναδρομικά με τις συντάξεις Μαρτίου. Αυτό θα ξεκαθαρίσει στις αρχές του νέου έτους ανάλογα με την εύρυθμη λειτουργία του ΕΦΚΑ (λόγω της πανδημίας) αφού θα πρέπει να γίνει και επανυπολογισμός των συντάξεων.
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που δίνουν ειδικοί στην κοινωνική ασφάλιση, οι αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται από την 1η/10/2019 και μετά θα υπολογιστούν εξαρχής με βάση τα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης του νέου νόμου, χωρίς επανυπολογισμό. Για αιτήσεις που έχουν υποβληθεί από 13/5/2016 έως 30/12/2018 και καταβάλλεται στο ποσό της σύνταξης προσωπική διαφορά, αυτή διατηρείται μετά τον επανυπολογισμό. Ανάλογα με το αποτέλεσμα του επανυπολογισμού, η προσωπική διαφορά μπορεί να είναι μικρότερη ή και μηδενική.
Παράλληλα όσοι συνταξιοδοτήθηκαν μετά την ισχύ του νόμου Κατρούγκαλου (μετά τον Μάιο του 2016) και έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης, εφόσον δεν έχουν προσωπική διαφορά, θα δουν βελτίωση στο ποσό της σύνταξής τους, εάν έχουν μέχρι 44 έτη ασφάλισης. Οσοι έχουν προσωπική διαφορά ενδεχομένως δεν θα δουν αύξηση, λίγοι εξ αυτών θα δουν βελτιωμένο ποσό σε σχέση με αυτό που τους καταβάλλεται σήμερα. Δηλαδή αύξηση θα δουν με βεβαιότητα όσοι νέοι συνταξιούχοι δεν έχουν προσωπική διαφορά και έχουν αποχωρήσει με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης. Από τους υπόλοιπους, που διατηρούν προσωπική διαφορά, ορισμένοι μόνο θα δουν αυξήσεις στην τσέπη και κατά κύριο λόγο όσοι δικαιούνται μεν αυξημένη σύνταξη με τον νέο νόμο, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να προσεγγίζουν τη σύνταξη που θα δικαιούνταν με το προγενέστερο του νόμου Κατρούγκαλου καθεστώς.
Χαρακτηριστικά του νέου συστήματος είναι τα τρία παρακάτω παραδείγματα:
1. Εστω συνταξιούχος ο οποίος έχει καταθέσει αίτηση την 1η Οκτωβρίου του 2016. Με βάση το προ Κατρούγκαλου καθεστώς θα έπαιρνε σύνταξη 2.000 ευρώ. Με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου δικαιούται άθροισμα Εθνικής και Ανταποδοτικής 1.500 ευρώ. Επειδή η σύνταξη αυτή υπολείπεται άνω του 20% από τη σύνταξη των 2.000 ευρώ και επειδή η αίτηση είναι τον Οκτώβριο του 2016, ο συνταξιούχος παίρνει το μισό της διαφοράς των 500 ευρώ, δηλαδή 250 ευρώ ως προσωπική διαφορά. Συνολικά, η σύνταξή του ανέρχεται με τον νόμο Κατρούγκαλου σε 1.750 ευρώ. Με βάση τον τελευταίο ασφαλιστικό νόμο δικαιούται άθροισμα Εθνικής και Ανταποδοτικής 1.600 ευρώ. Επειδή η σύνταξη των 1.600 ευρώ είναι 20% μικρότερη από τη σύνταξη των 2.000 ευρώ δικαιούται νέα προσωπική διαφορά 200 ευρώ. Συνολικά, η σύνταξή του ανέρχεται με τον νόμο Βρούτση σε 1.800 ευρώ.
Ο συνταξιούχος δικαιούται αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου 50 ευρώ αύξηση.
2. Εστω συνταξιούχος με αίτηση 1η Οκτωβρίου 2016, που θα ελάμβανε πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου 2.000 ευρώ και με τον νόμο Κατρούγκαλου δικαιούται άθροισμα Εθνικής και Ανταποδοτικής 1.600 ευρώ και προσωπική διαφορά 200 ευρώ (50% *400 ευρώ). Συνολικά, η σύνταξή του ανέρχεται με τον νόμο Κατρούγκαλου σε 1.800 ευρώ. Εστω πως με βάση τον τελευταίο ασφαλιστικό νόμο δικαιούται άθροισμα Εθνικής και Ανταποδοτικής 1.500 ευρώ και προσωπική διαφορά 250 ευρώ. Συνολικά, η σύνταξή του ανέρχεται πλέον σε 1.750 ευρώ.
Ο συνταξιούχος παραμένει στα 1.800 ευρώ.
3. Εστω συνταξιούχος με αίτηση 1η Οκτωβρίου 2016, που θα ελάμβανε πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου 2.000 ευρώ και με τον νόμο Κατρούγκαλου δικαιούται άθροισμα Εθνικής και Ανταποδοτικής 1.600 ευρώ και προσωπική διαφορά 200 ευρώ (50% *400 ευρώ). Συνολικά η σύνταξή του ανέρχεται με τον νόμο Κατρούγκαλου σε 1.800 ευρώ. Εστω πως με βάση τον τελευταίο ασφαλιστικό νόμο δικαιούται άθροισμα Εθνικής και Ανταποδοτικής 1.700 ευρώ. Επειδή τα 1.700 ευρώ δεν υπολείπονται 20% των 2.000 ευρώ δεν δικαιούται πλέον προσωπική διαφορά. Συνολικά, η σύνταξή του ανέρχεται πλέον σε 1.700 ευρώ.
Ο συνταξιούχος παίρνει προσωπική διαφορά 100 ευρώ και παραμένει στα 1.800 ευρώ.