Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικό ρυθμό αναπτύξεως, κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αποτελεί την πιθανότερη εξέλιξη με βάση τις τελευταίες διαθέσιμες ανακοινώσεις των πρόδρομων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας και των δεικτών οικονομικού κλίματος, αναφέρει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με τς εκτιμήσεις της τράπεζας, “ο ρυθμός μεταβολής για το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να κυμανθεί στο εύρος [+0,2%,+0,5%] ενώ για το 2016 συνολικά αναμένεται να διαμορφωθεί σε αρνητικό έδαφος μεταξύ -0,4% και -0,2%.
Η περαιτέρω βελτίωση των επιχειρηματικών προσδοκιών και του οικονομικού κλίματος στους επόμενους μήνες θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα ολοκληρώσεως της δεύτερης αξιολογήσεως και την ενεργοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελαφρύνσεως του δημοσίου χρέους. Ορισμένες επιδράσεις είναι ήδη ορατές:
(α) η εκταμίευση της τελευταίας δόσεως που συνδεόταν με την πρώτη αξιολόγηση αναμένεται να οδηγήσει σε ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας ως αποτέλεσμα της σταδιακής αποκλιμάκωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
(β) η αρχική αντίδραση της αγοράς κρατικών ομολόγων στην ανακοίνωση του νέου κυβερνητικού σχήματος (όπως αποτυπώθηκε στη μείωση των αποδόσεων των δεκαετών ελληνικών ομολόγων κατά -8,5% το πρώτο τετραήμερο). Η αντίδραση αυτή προεξόφλησε την προσδοκία αναπροσανατολισμού του στρατηγικού σχεδιασμού προς μία επιτάχυνση της διαδικασίας ολοκληρώσεως της δεύτερης αξιολογήσεως. Η τελευταία αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελαφρύνσεως του δημοσίου χρέους και εφόσον συνοδευθεί με εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων δύναται να διαμορφώσει τις συνθήκες για συμπερίληψη των ελληνικών τίτλων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλαρώσεως.
Παράλληλα, η συνέχιση της πτωτικής πορείας της ανεργίας καθ’ όλη τη διάρκεια της υφεσιακής διαταραχής (γ’ τρίμηνο 2015 – β’ τρίμηνο 2016) άμβλυνε τις αρνητικές επιπτώσεις των αυξημένων φορολογικών επιβαρύνσεων επί της ιδιωτικής καταναλώσεως, παρά το γεγονός ότι το μερίδιο της μερικής και προσωρινής απασχολήσεως στις νέες συμβάσεις εργασίας είναι ιδιαίτερα αυξημένο.
Οι ανωτέρω εξελίξεις στην αγορά εργασίας αναμένεται να συνεχισθούν το 2017, ενισχύοντας την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία εκτιμάται ότι θα καταγράψει θετικούς ρυθμούς μεταβολής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ανακοινώθηκαν αυτήν την εβδομάδα, η συνολική απασχόληση αναμένεται να αυξάνεται κατά 2,3% περίπου ετησίως την επόμενη διετία ενώ η ανεργία θα μειωθεί σωρευτικά στην ίδια χρονική περίοδο κατά 3,2 εκατοστιαίες μονάδες.
Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα συμβάλει θετικά στο ΑΕΠ κατά περίπου 1,0 εκατοστιαία μονάδα το 2017 και το 2018. Η αύξηση αυτή, ωστόσο, δεν είναι επαρκής προκειμένου να οδηγήσει σε υψηλό ρυθμό αναπτύξεως της οικονομίας το 2017 και το 2018. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7% το 2017 και 3,1% το 2018. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθούν οι ανωτέρω θετικοί ρυθμοί μεταβολής του ΑΕΠ, που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι η τόνωση των επενδύσεων. Αύξηση των επενδύσεων άνω του 12% ετησίως στη διετία 2017-2018 είναι εφικτή, εφόσον υλοποιηθεί το σενάριο που προαναφέρθηκε, δηλαδή η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και εδραίωσης του κλίματος εμπιστοσύνης.
Δεδομένου ότι οι δημόσιες επενδύσεις προβλέπεται να παραμείνουν περιορισμένες, περί το 4% του ΑΕΠ ετησίως στην διετία 2017-2018, η αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να προέλθει κυρίως από επενδύσεις σε εξοπλισμό (2017: 15,8%, 2018: 15,2%), αλλά και των επενδύσεων σε κατασκευές, εξαιρουμένων των κατοικιών.
Η αύξηση της επενδυτικής δαπάνης στη διετία 2017-2018 θα μπορούσε να διακόψει την πορεία αποεπένδυσης της ελληνικής οικονομίας η οποία ξεκίνησε το 2011 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να ανοίξουμε μία παρένθεση. Η αγορά ή κατασκευή νέων κεφαλαιουχικών αγαθών που πραγματοποιείται κάθε χρόνο αποτελεί την ακαθάριστη επένδυση στη χώρα. Παράλληλα όμως, το απόθεμα κεφαλαίου απαξιώνεται. Η απομείωση αυτή καταγράφεται ως απόσβεση παγίου κεφαλαίου. Η αύξηση ή η μείωση του αποθέματος κεφαλαίου στην οικονομία, εντός του έτους, εξαρτάται από το κατά πόσο η ακαθάριστη επένδυση στη χώρα είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από τις αποσβέσεις.
Στην Ελλάδα, το ύψος των αποσβέσεων στην περίοδο 2011-2016 υπερβαίνει τις ακαθάριστες επενδύσεις, με αποτέλεσμα ο καθαρός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου να καταστεί αρνητικό μέγεθος. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, όμως, στην περίπτωση επικράτησης του βασικού σεναρίου που περιγράψαμε ανωτέρω, η αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 14,2% κατά μέσο όρο στην επόμενη διετία μπορεί να επαναφέρει την καθαρή επένδυση σε θετικό έδαφος από το 2019. Συγκεκριμένα, η επίδοση αυτή σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη πορεία των αποσβέσεων εκτιμάται ότι θα έχει ως αποτέλεσμα μία σωρευτική μεταβολή του αποθέματος κεφαλαίου της χώρας κατά €7,9 δισ. στη διετία 2017-2018.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μεταβολής αναμένεται να αφορά επενδύσεις μηχανολογικού εξοπλισμού και κατασκευών πλην κατοικιών, η μέση οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου θα ανέλθει σημαντικά καθιστώντας βιώσιμη σε μακροχρόνιο ορίζοντα τη νέα αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας”.
Υπερβολικές οι αντιδράσεις των αγορών
Σχολιάζοντας την πορεία των διεθνών χρηματιστηρίων και των τιμών των εμπορευμάτων την επομένη της νίκης Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, η τράπεζα σημειώνει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
“Έχοντας σκιαγραφήσει την αντίδραση των αγορών την επομένη της προεδρικής εκλογής, διαπιστώνεται ότι οι επενδυτές έχουν αρχίσει να τιμολογούν την πιθανότητα ενίσχυσης της οικονομίας των ΗΠΑ μέσω ενός φιλόδοξου δημοσιονομικού προγράμματος, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται οι ενδοιασμοί και οι ανησυχίες για κάποιες άλλες πολιτικές εξαγγελίες του νέου προέδρου των ΗΠΑ.
Η αρχική αντίδραση των αγορών θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σε ένα ποσοστό υπερβολική, αφού στην παρούσα συγκυρία δεν μπορεί να αποτυπωθεί πλήρως ο αντίκτυπος των πολιτικών εξαγγελιών του νέου προέδρου. Οι επενδυτές θα προσπαθήσουν να κατανοήσουν τις συνέπειες της νέας πολιτικής που θα ενστερνιστεί ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, τόσο σε εξωτερικό επίπεδο (Μέση Ανατολή, Ιράν, Ρωσία, Ουκρανία, καθώς και σε θέματα όπως η ασφάλεια, το διεθνές εμπόριο, το μεταναστευτικό, η κλιματική αλλαγή), όπως και σε οικονομικό (νομισματική και δημοσιονομική πολιτική). Απαιτείται αρκετός χρόνος μέχρι οι
νέες πολιτικές να διαμορφωθούν, να αξιολογηθούν και να διαπιστωθούν οι επιπτώσεις τους στην οικονομική ανάπτυξη.
Εν τούτοις, η επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων και στα δύο σώματα του Κογκρέσου θα εντείνει την νευρικότητα και τον προβληματισμό των επενδυτών σχετικά με την φορολογική πολιτική και το επιχειρηματικό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θα ακολουθήσει ο νέος πρόεδρος. Μέχρι οι αγορές να αφομοιώσουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών, η διατήρηση των μέτρων στήριξης της οικονομίας των ΗΠΑ από τη Fed αποτελεί την ενδεδειγμένη συμπεριφορά. Ωστόσο, εάν ενταθεί η μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τυχόν υπάρξει επιδείνωση των οικονομικών δεικτών, τότε η Fed τον προσεχή Δεκέμβριο θα πρέπει να εξετάσει με προσοχή το κατά πόσο θα ευνοηθεί η οικονομία των ΗΠΑ από μια άνοδο των επιτοκίων.