Τους τρόπους μέσω των οποίων η ελληνική οικονομία θα κατορθώσει να επιστρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη εξετάζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της για την ελληνική οικονομία.
Στο προοίμιο της ανάλυσής τους οι αναλυτές της τράπεζας τονίζουν ότι το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής που ενεκρίθη από το Ελληνικό Κοινοβούλιο ενσωματώνει την προσδοκία για άνοδο του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος κατά μέσο όρο 2,4% την επόμενη τετραετία 2018-2021.
Τούτο, συνδυάζεται με την πρόβλεψη για αύξηση της απασχόλησης κατά μέσο όρο 1,5% την εν λόγω χρονική περίοδο έτσι ώστε το ποσοστό ανεργίας να υποχωρήσει το 2018 σε επίπεδα χαμηλότερα του 20% (σε εθνικολογιστική βάση), αναφέρει το newmoney.
Η επίτευξη, ωστόσο, των ανωτέρω στόχων προϋποθέτει μία ισχυρή άνοδο του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου στα επόμενα τέσσερα χρόνια σε επίπεδα άνω του 10% κατά μέσο όρο ετησίως ώστε να καταστεί δυνατή η ενίσχυση τόσο της παραγωγικότητας της εργασίας όσο και της απασχόλησης.
Στο πλαίσιο αυτό, η τράπεζα διερευνά
ι) τους λόγους για τους οποίους η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει σε αρνητικό επίπεδο στην τρέχουσα περίοδο,
ιι) τις επιπτώσεις της χαμηλής παραγωγικότητας στο δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας και
ιιι) τις συνθήκες που πρέπει να διαμορφωθούν προκειμένου να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και να εξαλειφθεί σταδιακά το παραγωγικό κενό τα επόμενα έτη (διαφορά μεταξύ του πραγματικού και του δυνητικού ΑΕΠ).
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Alpha, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα ακολούθησε ισχυρή ανοδική τάση στη δεκαετία του ’90, ενώ στην περίοδο 2001-2008 συνέχισε να ανέρχεται αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό, ο οποίος διατηρήθηκε ωστόσο σε επίπεδα υψηλότερα του μέσου όρου της Ζώνης του Ευρώ (Γράφημα 2). Ειδικότερα, την περίοδο 2001-2008, η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα στηρίχθηκε περισσότερο στην αύξηση της παραγωγικότητας (2% κατά μέσο όρο), ενώ η απασχόληση την ίδια περίοδο αυξήθηκε (1,5% κατά μέσο όρο). Στη Ζώνη του Ευρώ την ίδια περίοδο, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά μέσο όρο 1,8%, το οποίο αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της απασχόλησης.
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης (2009-2016), στην Ελλάδα, η παραγωγικότητα της εργασίας ακολούθησε πτωτική πορεία η οποία ωστόσο αναμένεται στην επόμενη διετία να διακοπεί. Σύμφωνα με τις Εαρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα άνω του 2% την διετία 2017-2018 θα στηριχθεί τόσο στην αύξηση της απασχόλησης όσο και της παραγωγικότητας. Η επάνοδος των δύο αυτών μεγεθών και κυρίως της παραγωγικότητας σε θετικό πρόσημο είναι αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη των στόχων του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Η τρέχουσα αδυναμία της παραγωγικότητας της εργασίας είναι κατά κύριο λόγο απότοκος της επενδυτικής άπνοιας και αποεπένδυσης των τελευταίων ετών, καθώς οι αποσβέσεις υπερβαίνουν πλέον τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, το ύψος των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό και εξοπλισμό τεχνολογίας, πληροφορικής και επικοινωνίας ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε τα τελευταία χρόνια από 5,1% το 2008 σε 3% το 2016, με αποτέλεσμα τη γήρανση του κεφαλαιακού εξοπλισμού που χρησιμοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.
Από την πλευρά της προσφοράς, η μειωμένη απασχόληση και η επιδείνωση των συνθηκών ρευστότητας συνέβαλαν στη δημιουργία αρνητικού παραγωγικού κενού κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Από την πλευρά της ζήτησης στο ίδιο αποτέλεσμα συνέβαλαν η ραγδαία πτώση της κατανάλωσης και των επενδύσεων και η έντονη δημοσιονομική προσαρμογή. Ως αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ άρχισε να υπολείπεται του δυνητικού. Η σχολάζουσα παραγωγική δυναμικότητα που αντανακλά το αρνητικό παραγωγικό κενό, αποτελεί ένδειξη του βαθμού υποχρησιμοποίησης των παραγωγικών πόρων.
Από το 2014 και εντεύθεν, παρατηρείται αποκλιμάκωση του αρνητικού παραγωγικού κενού, γεγονός ωστόσο που δεν οφείλεται στην άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ (2014-2016: +0,07% κατά μέσο όρο), αλλά στην συρρίκνωση του δυνητικού ΑΕΠ (2014-2016: -1,7% κατά μέσο όρο). Η ανωτέρω εξέλιξη συνδέεται με την απαξίωση του παγίου κεφαλαίου λόγω της υποχώρησης των καθαρών επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό (Γράφημα 3) και την σταδιακή συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού της χώρας, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Συνεπώς, η συρρίκνωση του αρνητικού παραγωγικού κενού μέσω της ενίσχυσης των επενδύσεων και την αναβάθμιση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού – και όχι μέσω της πτώσης της παραγωγικής δυναμικότητας – δύναται να θέσει τα θεμέλια για την επιστροφή της Ελληνικής οικονομίας στην βιώσιμη ανάπτυξη».