Η χρόνια ανισορροπία στις εξωτερικές συναλλαγές της Ελλάδας αποκαθίσταται, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΤτΕ, σχολιάζει η Alpha Bank στο τελευταίο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετετράπη σε πλεονασματικό στο οκτάμηνο του 2017 (€123 εκατ.), έναντι ελλείμματος (€211 εκατ.) την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ (WEO, Οκτώβριος 2017), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το έτος 2017 συνολικά θα είναι σχεδόν ισοσκελισμένο (έλλειμμα μόλις 0,2% του ΑΕΠ).
Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα: Η ισορροπία αυτή “έχει επιτευχθεί πάνω στη βάση ενός νέου βιώσιμου παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας με ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό ή μήπως είναι απλώς το αποτέλεσμα της μειωμένης ζητήσεως για εισαγωγές;”
Η Alpha Bank εξετάζει τους παράγοντες που προσδιόρισαν τη βελτίωση που επέτυχε η Ελλάδα στον εξωτερικό τομέα σε σύγκριση με άλλες χώρες την περίοδο 2006-2017 και δεύτερον, τα στοιχεία που θα μπορούσαν να προσδώσουν μόνιμο χαρακτήρα στη βελτίωση του εξωτερικού τομέα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: Η ελληνική έναντι της διεθνούς εμπειρίας
Στην περίοδο πριν από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσεως, αρκετές χώρες αντιμετώπιζαν ανισορροπία στον εξωτερικό τομέα. Ειδικότερα, πριν το 2006, παραδοσιακά ελλειμματικές χώρες όπως οι ΗΠΑ, αλλά και πολλές οικονομίες της Ευρωζώνης διεύρυναν τα ελλείμματά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ αντίστοιχα, πλεονασματικές χώρες, όπως η Κίνα και η Γερμανία ενίσχυσαν τα πλεονάσματά τους.
Κατά τη διάρκεια της κρίσεως, η τάση αυτή άρχισε να αντιστρέφεται. Οι περισσότερες χώρες (ειδικά οι χώρες της Ευρωζώνης που εφάρμοσαν προγράμματα ή υιοθέτησαν πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής) περιόρισαν ή και κατάφεραν να αντιστρέψουν τα υψηλά ελλείμματα που αντιμετώπιζαν το 2006.
Συγκεκριμένα, στην περίοδο μεταξύ 2006-2017, την μεγαλύτερη προσαρμογή επέτυχε η Ελλάδα, καθώς περιόρισε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά 11,2 εκατοστιαίες μονάδες, ακολουθούμενη από την Πορτογαλία και την Ισπανία.
Η μείωση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στις ανωτέρω οικονομίες επετεύχθη μέσω: (i) περιορισμού της εγχώριας ζητήσεως και συνεπακόλουθα της ζητήσεως για εισαγωγές, απόρροια της οικονομικής υφέσεως, ή/και (ii) υιοθετήσεως πολιτικών που στόχευαν στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Ειδικότερα στις χώρες της Ζώνης του Ευρώ, όπου δεν υπάρχει η δυνατότητα υποτιμήσεως του νομίσματος, η βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα επήλθε κυρίως μέσω της πολιτικής της εσωτερικής υποτιμήσεως (δηλαδή της μειώσεως του μισθολογικού κόστους). Η διαδικασία αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματική καθώς έχει ανακτηθεί η απώλεια της ανταγωνιστικότητας στις χώρες που εξετάζονται.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για τις χώρες της περιφέρειας της Ζώνης του Ευρώ, η βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας εκτιμάται ότι προήλθε σε μεγαλύτερο βαθμό από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, παρά ως αποτέλεσμα της υφέσεως. Στην Ελλάδα η βελτίωση προήλθε ως συνδυαστικό αποτέλεσμα των δύο ανωτέρω δράσεων.
Η ανταγωνιστικότητα συνιστά ευρεία και σύνθετη έννοια, καθώς περιλαμβάνει, τόσο παράγοντες που σχετίζονται με το κόστος παραγωγής και την τιμή του τελικού προϊόντος, όσο και παράγοντες όπως η υψηλή ποιότητα και η διαφοροποίηση του προϊόντος, το θεσμικό πλαίσιο και η εφαρμογή νέων τεχνολογιών.
Μικρή – ανοικτή οικονομία στα χρόνια της κρίσεως: Το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας
Η βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση μιας μικρής οικονομίας εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εξωστρέφειά της και τη θέση της στον στίβο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η διατήρηση των παθογενειών του παρελθόντος εκθέτει τη χώρα στον κίνδυνο επιστροφής σε έλλειμμα στις εξωτερικές συναλλαγές αμέσως μετά την αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας που θα επιφέρει αύξηση των εισαγωγών. Για την Ελλάδα, η ενίσχυση των εξαγωγικών επιδόσεών της αποτελεί έναν από τους κρίσιμους παράγοντες για την επίτευξη υψηλών ρυθμών διατηρήσιμης αναπτύξεως.
Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και η εξέλιξή τους την περίοδο της οικονομικής κρίσεως παρουσιάζονται κατωτέρω:
Α. Οι σχετικές τιμές. Η μεγαλύτερη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη της δημοσιονομικής προσαρμογής στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όπως εκφράζεται από τον δείκτη πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει σημειωθεί στην Ιρλανδία και την Ελλάδα. Ωστόσο, η βελτίωση αυτή στην Ελλάδα δεν έχει οδηγήσει ακόμη σε ισχυρή άνοδο των εξαγωγών και πλήρη μεταστροφή του παραγωγικού προτύπου της οικονομίας σε πιο παραγωγικούς, εξωστρεφείς κλάδους. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η μείωση στο κόστος εργασίας δεν συνοδεύθηκε από αντίστοιχη μείωση των τιμών στην εγχώρια αγορά και των τιμών των εξαγόμενων προϊόντων. Οι βασικές αιτίες αυτού του φαινομένου είναι η ισχυρή άνοδος των φορολογικών επιβαρύνσεων, η οποία δυσχέρανε τις επενδύσεις και η αργή εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών που θα απελευθέρωναν πολλές αγορές προϊόντων.
Β. Οι δείκτες εμπορικής εξειδικεύσεως. Η εξαγωγική επίδοση της οικονομίας εξαρτάται σε κάποιο βαθμό από την εξειδίκευση που πιθανόν να έχει σε μια συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών. Ο δείκτης Αποκαλυπτόμενου Συγκριτικού Πλεονεκτήματος (RCA index) σε προϊόντα υψηλής ή μεσαίας τεχνολογίας αποτελεί ένα μέτρο εκτιμήσεως της εμπορικής εξειδικεύσεως και μετράται από το μερίδιο των ανωτέρω προϊόντων στις εξαγωγές της χώρας σε σχέση με το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εμπόριο. Όπως φαίνεται στο Γράφημα 3, η κατάταξη της Ελλάδας με βάση τον δείκτη RCA στις εξαγωγές προϊόντων υψηλής και μεσαίας τεχνολογίας, είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Αντίθετα, χώρες όπως η Κίνα και η Γερμανία, που έχουν τα υψηλότερα εμπορικά πλεονάσματα παγκοσμίως, βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της κατάταξης. Συγκεκριμένα, η Κίνα κατατάσσεται τρίτη στην ομάδα των χωρών με τον υψηλότερο δείκτη RCA στις εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και η Γερμανία πρώτη στην ομάδα των χωρών με τον υψηλότερο δείκτη RCA στις εξαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού.
Η στροφή των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας δύναται να ενισχύσει περαιτέρω το μερίδιο αγοράς της χώρας στο διεθνές εμπόριο. Τούτο μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω ενισχύσεως των δαπανών για τεχνολογικές καινοτομίες, όπως έρευνα και ανάπτυξη (R&D).
Στην Ελλάδα, οι δαπάνες για R&D ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν στο 0,99% το 2016, από 0,67% το 2011. Σε απόλυτα μεγέθη, η αύξηση υπολογίζεται σε 24,5%, η οποία αν και θεωρείται αξιόλογη, υπολείπεται σημαντικά του στόχου που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για το 2020, για δαπάνες του 3% του ΑΕΠ.
Στην ΕΕ-28, οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά που επενδύουν περισσότερο σε R&D είναι εκείνες που εξάγουν σε μεγαλύτερο βαθμό προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Η τάση αυτή αποτυπώνεται στο Γράφημα 4, όπου χώρες, όπως η Σουηδία, η Δανία και η Γερμανία έχουν υψηλό ποσοστό εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας ενώ οι δαπάνες για R&D είναι πλησίον ή άνω του 3% του ΑΕΠ.
Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα είναι πιθανό να επηρεασθεί και από τον βαθμό διεθνοποιήσεως της παραγωγής, που επιτρέπει σε μια χώρα να αυξήσει τις εξαγωγές της συμμετέχοντας σε αλυσίδες παγκόσμιων αξιών (Global Value Chains). Τούτο κρίνεται σημαντικό, καθώς η διαδικασία παραγωγής καθίσταται όλο και περισσότερο κατακερματισμένη παρουσιάζοντας μεγάλη διασυνοριακή κινητικότητα των ενδιάμεσων προϊόντων. Όπως φαίνεται στο Γράφημα 5, η συμμετοχή της Ελλάδας στις αλυσίδες παγκόσμιων αξιών είναι περιορισμένη, ακόμη και αν συγκριθεί με τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.
Γ. Αγορά εργασίας και δημογραφικοί παράγοντες. Οι εξαγωγικές επιδόσεις μιας χώρας συνδέονται επίσης με τα ποιοτικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου κεφαλαίου και τη δομή της αγοράς εργασίας. Ειδικότερα, το ποσοστό του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού που αφορά αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι 80% ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 66%, ένδειξη της υψηλής ποιότητας του ανθρωπίνου δυναμικού της χώρας. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει έναν ικανοποιητικό δείκτη ανθρώπινου κεφαλαίου (Human Capital Index ), που βελτιώθηκε σημαντικά το 2014 σε σχέση με το 2000. Ωστόσο, η Alpha Bank σημειώνει ότι η εκροή υψηλής ειδικεύσεως εργατικού δυναμικού (brain drain) που σημειώθηκε την περίοδο της κρίσεως στη χώρα μας, έχει αποδυναμώσει το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας μας.
Επιπλέον, το ανθρώπινο κεφάλαιο επηρεάζεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού, τα οποία προσδιορίζονται από τις δημογραφικές συνθήκες (πληθυσμιακή αύξηση και δείκτης ηλικιακής εξαρτήσεως). Η γήρανση του πληθυσμού και ειδικά ο υψηλός και αυξανόμενος δείκτης ηλιακής εξαρτήσεως στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ελλάδα: 2016: 33,1%, 1990: 20,4% και ΕΕ 2016: 29,4%, 1990: 20,6%) έχουν επιδεινώσει τη δημογραφική διάρθρωση της αγοράς εργασίας στη χώρα μας την τελευταία 25ετία.
Η ευελιξία της αγοράς εργασίας μπορεί επίσης να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας. Την περίοδο της οικονομικής κρίσεως στην Ελλάδα εφαρμόσθηκαν αξιοσημείωτες μεταρρυθμίσεις στην αγορά με αποτέλεσμα τα ποσοστά της μερικής και εκ περιτροπής απασχολήσεως να έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Δ. Θεσμικό πλαίσιο και επιχειρηματικό περιβάλλον. Η υιοθέτηση κυβερνητικών πολιτικών φιλικών προς την επιχειρηματικότητα, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, η διευκόλυνση ενεργειών για έναρξη επιχειρήσεων, το σταθερό φορολογικό πλαίσιο και η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και συνεπώς, να προσελκύσουν επενδύσεις. Είναι ενδεικτικό ότι στην Ελλάδα, ο φορολογικός συντελεστής επί των κερδών των επιχειρήσεων το 2016 ήταν ιδιαίτερα υψηλός στο 29%, έναντι 25% το 2009, και μάλιστα βρίσκεται σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο συγκριτικά με τις γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία (10%) και η Κύπρος (12,5%).
Ε. Ασφάλιστρο κινδύνου και χρηματοοικονομικές συνθήκες. Όσον αφορά στη χρηματοδότηση της επιχειρηματικής δράσεως σημειώνεται ότι την περίοδο της οικονομικής κρίσεως στην Ελλάδα, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες επιδεινώθηκαν σημαντικά. Η αύξηση του ασφαλίστρου κινδύνου για τις ελληνικές επιχειρήσεις συνέβαλε στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού από τις διεθνείς αγορές με αποτέλεσμα να πλήττεται η ανταγωνιστικότητά τους από την αύξηση του κόστους χρήματος που υφίστανται. Η δυνατότητα δανεισμού των επιχειρήσεων κατέστη δυσχερέστερη όπως προκύπτει άλλωστε και από την εξέλιξη του υπολοίπου των δανείων προς τις επιχειρήσεις που από €130 δισ. τον Δεκέμβριο του 2009 μειώθηκε σε €89,7 δισ. τον Αύγουστο του 2017. Η εξομάλυνση των συνθηκών ρευστότητας καθίσταται σημαντική για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.