Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ, η χώρα επέτυχε για τέταρτο συνεχές έτος το 2016 πρωτογενές πλεόνασμα (Γενική Κυβέρνηση, εξαιρουμένης της επίπτωσης της υποστήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα), το οποίο διαμορφώθηκε στο 3,9% του ΑΕΠ, δηλαδή κατά περίπου 8 φορές υψηλότερο από το τεθέντα στόχο στο τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής.
Οπως επισημαίνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο, το δημοσιονομικό ισοζύγιο συμπεριλαμβανομένων των τόκων κατέστη επίσης πλεονασματικό φθάνοντας στο 0,7% του ΑΕΠ, για πρώτη φορά στην περίοδο 1980-2016. Η χώρα επέτυχε δε, την υψηλότερη επίδοση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Κύπρος με πρωτογενές πλεόνασμα 3,1% του ΑΕΠ, αναφέρει το ependisinews.
Η μεγάλη υπέρβαση του στόχου αποδίδεται:
• αφενός, στην μεγάλη αύξηση των φορολογικών συντελεστών σε άμεσους και έμμεσους φόρους επί μιας σχεδόν αμετάβλητης φορολογικής βάσης (ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας 0%) που οδήγησε σε αύξηση των εσόδων της γενικής κυβέρνησης στο υψηλότερο επίπεδο από το 2009, όταν η χώρα σημείωσε ιστορικά το υψηλότερο πρωτογενές έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, και
• αφετέρου, στη μείωση των πρωτογενών δαπανών, κυρίως εκείνων που συνδέονται με το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών σε κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών καθώς και οι επιβαρύνσεις στον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων φαίνεται ότι απέδωσαν, και οδήγησαν στη σημαντική αύξηση των εσόδων.
Το ιδιαίτερα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, ωστόσο, επήλθε με σημαντικό κόστος καθώς στέρησε από την οικονομία σημαντικούς πόρους που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη.
Μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης η Ελλάδα εμφανίζει μεν το 2016 το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ (έναντι 0,7% κατά μέσο όρο στην Ζώνη του Ευρώ) αλλά έχει την χαμηλότερη επίδοση σε όρους οικονομικής δραστηριότητας αφού ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ ήταν μηδενικός (έναντι 1,7% κατά μέσο όρο στην Ζώνη του Ευρώ).
Η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος δύναται να ενισχύσει τη φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους αφού απομειώνει το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος ενώ παράλληλα καθησυχάζει τις διεθνείς αγορές σχετικά με τη δυνατότητα του ελληνικού κράτους να μην παράγει νέο χρέος στην τρέχουσα διαχείριση. Υπό αυτήν την έννοια, αποτελεί μία σταθεροποιητική εξέλιξη που ενισχύει την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας.
Δεδομένης, ωστόσο, της αρνητικής του επίπτωσης επί της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας θα πρέπει, πρώτον, να συνδυασθεί και με άλλα θετικά «μηνύματα» (signaling) για την πλήρη ανάκτηση της εμπιστοσύνης στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, δεύτερον, να μη διατηρηθεί επί μακρόν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα που είναι ούτως ή άλλως ανέφικτα, και τρίτον, να επιτυγχάνεται μέσω του ολιγότερου υφεσιακού μίγματος δαπανών/φόρων.
Α. Το πρώτο στοιχείο περιλαμβάνει όλα εκείνα τα οργανικά χαρακτηριστικά του προγράμματος που καθιστούν βιώσιμη τη δανειακή επιβάρυνση της χώρας. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Αυτά που ενισχύουν τον παρανομαστή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και εκείνα που εξασθενούν τον αριθμητή του. Στην πρώτη κατηγορία μπορούν ενδεικτικά να αναφερθούν:
(i) η υλοποίηση βαθύτερων και ευρύτερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές και τους θεσμούς, που θα ενισχύσει την προσέλκυση επενδύσεων και τον εξαγωγικό προσανατολισμό της χώρας
(ii) η διαμόρφωση ενός νομοθετικού πλαισίου για το τραπεζικό σύστημα που θα του επιτρέπει, μέσω της ενεργητικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την επιστροφή σημαντικού μέρους των καταθέσεων, να στηρίξει χρηματοδοτικά με δυναμικό τρόπο τις υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις και ειδικότερα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που συνιστούν τον κορμό της ελληνικής οικονομίας.
Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται τα μέτρα ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους. Καθώς, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Μαΐου του 2016, έχει αποκλεισθεί η απομείωση της ονομαστικής του αξίας, οι όποιες παρεμβάσεις αναμένεται να κινηθούν στη μορφή επιμήκυνσης της διάρκειας ωρίμανσης και της παράτασης των περιόδων χάριτος αποπληρωμής.
Β. Ο στόχος συνεπώς έχει μετατοπισθεί στη διασφάλιση ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα διατηρηθούν μακροπρόθεσμα σε βιώσιμο επίπεδο ενώ ο στόχος του περιορισμού του ύψους του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ έχει συνδεθεί με την παραγωγή επί μακρόν υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Το δεύτερο στοιχείο λοιπόν που απαιτείται είναι να εξειδικευθούν αποτελεσματικότερα μέτρα ελάφρυνσης που να οδηγούν σε ουσιαστική μείωση της παρούσας αξίας του χρέους ώστε η δημοσιονομική πειθαρχία να μην απαιτεί εξοντωτικά για την οικονομική δραστηριότητα πρωτογενή πλεονάσματα.
Γ. Το τρίτο στοιχείο αφορά το μίγμα της δημοσιονομικής συστολής. Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών δρα αποτρεπτικά για τις επενδύσεις και την οικονομική δραστηριότητα με αποτέλεσμα να υπονομεύει μακροπρόθεσμα τα φορολογικά έσοδα. Ας σημειωθεί ότι η εκτέλεση του Προϋπολογισμού στο πρώτο τρίμηνο του 2017 δείχνει υστέρηση των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά €1,08 δισ. έναντι του πρώτου τριμήνου του 2016.
Παράλληλα συνεχίζεται η αύξηση των οφειλών νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς το κράτος, γεγονός που δείχνει ότι η φοροδοτική ικανότητα των ιδιωτών και επιχειρήσεων εξαντλείται.
Από την άλλη πλευρά, θετική εξέλιξη είναι η αύξηση των εσόδων (άμεσων και έμμεσων) παρελθόντων οικονομικών ετών κατά €405 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο σε σχέση με το ποσό που είχε προϋπολογισθεί για αυτό το διάστημα, ένδειξη ισχυρότερης προσπάθειας του ελεγκτικού και φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Αναδιάρθρωση απαιτείται και στο μίγμα των δημοσίων δαπανών.
Ο στόχος της αναδιάρθρωσης τους προς όφελος του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και των τομέων έρευνας, υγείας και παιδείας και παράλληλου περιορισμού των καταναλωτικών και λειτουργικών δαπανών πρέπει να τεθεί ως βασική προτεραιότητα, καταλήγει η ανάλυση της τράπεζας.