Τη σταδιακή επάνοδο της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, αξιοποιώντας το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, σηματοδοτεί η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με την έκδοση πενταετούς ομολόγου, καθώς η έξοδος αυτή έλαβε χώρα υπό καθεστώς κεφαλαιακών ελέγχων και χωρίς τα ελληνικά ομόλογα να συμμετέχουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό επισημαίνει σε ανάλυσή της η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την ελληνική οικονομία.
Η ανάλυση προσέτει ότι το επόμενο βήμα προς την εδραίωση της εμπιστοσύνης, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για ανάκαμψη, είναι η ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης και η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με αυτήν στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, και κυρίως στην ελληνική δημόσια διοίκηση, σύμφωνα με το newmoney.
Οπως επισημαίνει η τράπεζα, η υλοποίησή τους, σε συνδυασμό με τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που έχει επιτευχθεί στα χρόνια της προσαρμογής, μπορεί να θέσει τις βάσεις για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης που θα στηριχθεί στην αύξηση της συμβολής των επενδύσεων και του εξωτερικού τομέα, μέσω ενίσχυσης της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να εξετάσουμε ποιοί παράγοντες θα προσδιορίσουν τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές εμπόριο ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες.
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά τα έτη της προσαρμογής, έχει οδηγήσει σε συρρίκνωση του ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ), το οποίο διαμορφώθηκε στο 0,6% του ΑΕΠ το 2016, έναντι ελλείμματος 12,3% του ΑΕΠ το 2009. Στο πρώτο πεντάμηνο του 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το ΙΤΣ ήταν ελλειμματικό στα € 3,6 δισ., έναντι ελλείμματος € 3,7 δισ. στο αντίστοιχο διάστημα του 2016.
Ενθαρρυντική εξέλιξη αποτελεί η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και ιδιαίτερα των εξαγωγών εξαιρουμένων των καυσίμων κατά 8,6% σε ετήσια βάση, στο πρώτο πεντάμηνο του έτους, έναντι μείωσης 2% την αντίστοιχη περίοδο του 2016.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Greece, Request for Stand-By Arrangement, Ιούλιος 2017) προβλέπει ότι το ΙΤΣ ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα θα παραμείνει σχεδόν ισοσκελισμένο έως το 2022 (2017:-0,3%, 2021:0,1%, 2022:0,0%). Η τόνωση της εγχώριας οικονομίας τα επόμενα έτη ενδεχομένως να οδηγήσει σε πιέσεις προς την κατεύθυνση αύξησης των εισαγωγών. Συνεπώς, περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η συνεπαγόμενη ενίσχυση των εξαγωγών θα μπορούσαν να αποτρέψουν την επιστροφή του ΙΤΣ στα υψηλά ελλείμματα που καταγράφηκαν στο παρελθόν.
Οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των θέσεων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης στις εξωτερικές τους συναλλαγές αποτελούν δομικό πρόβλημα για τη συνοχή και την αρχιτεκτονική της. Από τη διαχρονική εξέλιξη του ΙΤΣ ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα σε σύγκριση με επιλεγμένες οικονομίες της Ευρωζώνης, προκύπτει ότι η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν κατορθώσει να περιορίσουν σημαντικά τα μεγάλα ελλείμματα στο ΙΤΣ που δημιουργήθηκαν την περίοδο πριν υιοθετήσουν τα προγράμματα προσαρμογής. Από την άλλη πλευρά, το ΙΤΣ της Γερμανίας είναι σταθερά πλεονασματικό από το 2002 και βαίνει αυξανόμενο (2016: 8,5% του ΑΕΠ, 2010: 5,6% του ΑΕΠ).
Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ της Γερμανίας και των υπολοίπων χωρών αποδίδεται στο γεγονός ότι η Γερμανία μπόρεσε, μεταξύ άλλων, να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της συγκρατώντας το κόστος εργασίας σε χαμηλό επίπεδο.
Ειδικότερα, είναι σκόπιμο να αναλυθούν τα τμήματα που συνθέτουν το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δηλαδή οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας (που ορίζεται ως ο λόγος ΑΕΠ προς απασχολούμενο). Στη Γερμανία οι αυξήσεις στις μισθολογικές αμοιβές παραμένουν σε χαμηλότερο επίπεδο έναντι της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Τούτο σημαίνει ότι η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας στη Γερμανία δεν οδήγησε σε ανάλογη αύξηση των μισθολογικών αμοιβών.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η αύξηση της παραγωγικότητας κινείται χαμηλότερα από την αύξηση των μισθολογικών αμοιβών μέχρι και το 2013, όταν τα δύο αυτά μεγέθη συγκλίνουν. Η αποεπένδυση στη χώρα, ως αποτέλεσμα της μακράς υφεσιακής περιόδου της τελευταίας επταετίας, είναι η βασική αιτία της ασθενικής παραγωγικότητας στην Ελλάδα.
Η ελλειμματική θέση στο ΙΤΣ της Ελλάδας και των υπολοίπων χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου μπορεί να ερμηνευθεί ως αντανάκλαση της υψηλής πλεονασματικής θέσης της Γερμανίας και ορισμένων άλλων χωρών του Ευρωπαϊκού Βορρά. Η πορεία της παραγωγικότητας και των μισθολογικών αμοιβών στη Γερμανία μπορεί να εξηγήσει τη διαδικασία επίτευξης και διατήρησης υψηλών πλεονασμάτων καθώς:
• βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα, η οποία ενισχύεται περαιτέρω μέσω της επένδυσης σε τεχνολογία και καινοτομία, επιτυγχάνοντας υψηλότερο επίπεδο εξαγωγών. Σημειώνεται ότι το 2016, οι εξαγωγές αγαθών διαμορφώθηκαν στο 38,1% του ΑΕΠ, ενώ οι εισαγωγές στο 29,5%.
• διατηρεί την αύξηση των μισθολογικών αμοιβών περιορισμένη, που σε συνδυασμό με την υψηλή αποταμίευση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, διατηρεί την ιδιωτική κατανάλωση σε χαμηλό επίπεδο και συνεπώς τη ζήτηση για εισαγωγές.
Ο συνδυασμός των ανωτέρω δύο διαδικασιών επιτρέπει τη δημιουργία υψηλών πλεονασμάτων στο ΙΤΣ της Γερμανίας. Ο χαμηλότερος ρυθμός αύξησης των μισθολογικών αμοιβών έναντι της παραγωγικότητας στη Γερμανία συμπιέζει τις πληθωριστικές πιέσεις στη χώρα άρα και στο σύνολο της Ευρωζώνης, δεδομένου του μεγέθους της (αντιστοιχεί περί 28% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης). Ως αποτέλεσμα, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη διατηρείται σε επίπεδο αρκετά χαμηλότερο του 2% που αποτελεί τον στόχο της ΕΚΤ.
Η Ελλάδα βελτίωσε τα προηγούμενα χρόνια την ανταγωνιστικότητά της ακολουθώντας την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Ένας τρόπος αποτύπωσης της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας είναι η εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Η Ελλάδα επέτυχε τα χρόνια της προσαρμογής να μειώσει αισθητά το κόστος εργασίας και ιδιαίτερα στη βιομηχανία.
Αυτό, ωστόσο, δεν είναι αρκετό για τη διατήρηση στο μέλλον ισοσκελισμένου ισοζυγίου στις τρέχουσες συναλλαγές. Απαιτείται η ανάκαμψη των επενδύσεων σε τομείς υψηλής απόδοσης ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα με υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με την αύξηση των ονομαστικών μισθών. Επιπλέον χρειάζονται:
• διαμόρφωση ενός φιλικού προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλοντος και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων με την ελάττωση των γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για την έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας
• ισχυρά κίνητρα για την παλιννόστηση του πλέον εξειδικευμένου ανθρώπινου κεφαλαίου (brain gain) που αποχώρησε τα τελευταία χρόνια από τη χώρα
• εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος, και ιδιαίτερα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με ανάπτυξη της εξωστρέφειάς του και των σχέσεών του με τα ξένα πανεπιστήμια, καθώς και τις ελληνικές επιχειρήσεις και την εγχώρια παραγωγή