Την εξέλιξη όλων των δεικτών που αντανακλούν την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αναλύει η Alpha Bank στο τελευταίο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.
Ειδικότερα, η τράπεζα αναλύει την εξέλιξη του δείκτη επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο, του δείκτη διεθνούς ανταγωνιστικότητας και διευκολύνσεως νέων επενδύσεων (Doing Business), το αξιόχρεο του ελληνικού δημοσίου και τις ροές καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
1. Επιχειρηματική Εμπιστοσύνη και Χρησιμοποίηση Εργοστασιακού Δυναμικού στη Βιομηχανία: O δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία αυξήθηκε τον Οκτώβριο και διαμορφώθηκε στις 94,2 μονάδες. Από την εξέλιξη του δείκτη στο Γράφημα 1 διαπιστώνεται ότι βρίσκεται πάνω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο της περιόδου 2000-2016 όσο και από τον μέσο όρο της περιόδου της οικονομικής κρίσεως 2010-2016. Η εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών στη βιομηχανία φαίνεται ότι ανακάμπτει σταδιακά μετά από τη σημαντική πτώση που υπέστη το καλοκαίρι του 2015, μολονότι ευρίσκεται ακόμη σε επίπεδο χαμηλότερο από το υψηλό του 2014. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζει και ο δείκτης βαθμού χρησιμοποιήσεως του εργοστασιακού δυναμικού στη βιομηχανία. Ειδικότερα, ο δείκτης έχει ανακάμψει από το τρίτο τρίμηνο του 2015, ενώ οι προσδοκίες για την εξέλιξη του δείκτη στο τέταρτο τρίμηνο του 2016 φέρουν τον βαθμό χρησιμοποιήσεως του εργοστασιακού δυναμικού στο 69,3%, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο της περιόδου 2010-2016 (67%), αν και βρίσκεται ακόμη κάτω από το υψηλό του 2014.
Η πραγματοποίηση νέων επενδύσεων προϋποθέτει την ταχεία αύξηση του ποσοστού αυτού. Σε περίπτωση αυξήσεως της εγχώριας ή της εξωτερικής ζητήσεως, οι επιχειρήσεις τείνουν να αυξάνουν τον βαθμό χρησιμοποιήσεως του ήδη υπάρχοντος κεφαλαιακού εξοπλισμού και διστάζουν να πραγματοποιήσουν αμέσως νέες επενδύσεις. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος του δείκτη της περιόδου 2010-2016 διαμορφώθηκε στο 67%, δηλαδή χαμηλότερα κατά περίπου πέντε μονάδες από τον μακροχρόνιο μέσο όρο (2000-2016: 72%) και δέκα μονάδες από το μέσο της περιόδου πριν την οικονομική κρίση, 2000-2008 (76%).
2. Δείκτες Διεθνούς Ανταγωνιστικότητας και Προσέλκυσης Επενδύσεων: Η ετήσια Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (Doing Business 2017) δείχνει ελαφρά κάμψη το 2016 ως προς την ανταγωνιστικότητα. Συγκεκριμένα, με βάση τον γενικό δείκτη “ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας”, η Ελλάδα κατετάγη στην 61η θέση το 2016, από την 60η θέση το 2015. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το Γράφημα 2, η χώρα, λόγω των μεταρρυθμίσεων που έχουν εφαρμοσθεί μέχρι σήμερα, έχει βελτιώσει σημαντικά τη θέση της στην παγκόσμια κατάταξη σε σχέση με το 2009. Ειδικότερα, από τα επί μέρους κριτήρια επιχειρηματικότητας, επισημαίνεται η επιδείνωση της χώρας κατά 11 θέσεις το 2016 συγκριτικά με το 2014 αναφορικά με την πρόσβαση της επιχείρησης στην χρηματοδότηση. Επίσης, οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις μέσω της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών οδήγησαν σε δυσμενέστερες συνθήκες άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η τελευταία παράμετρος θεωρείται καθοριστική, καθώς όσο μεγαλύτερο το φορολογικό βάρος που επωμίζονται οι επιχειρήσεις, τόσο περιορίζεται και η δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους και ενισχύονται τα κίνητρα φοροδιαφυγής. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η συνολική φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό των κερδών (μετά την συμπερίληψη του εταιρικού φόρου, των ασφαλιστικών και εργοδοτικών εισφορών, των φόρων στην ακίνητη και κινητή περιουσία, των μερισμάτων και κεφαλαιακών κερδών, των φόρων μεταβίβασης και συναλλαγών) αυξήθηκε στην Ελλάδα από 47,4% το 2009, στο 49,9% το 2014 και 50,7% το 2016.
Αντίθετα, η Ελλάδα το 2016 αναβάθμισε τη διαδικασία εξωδικαστικής επιλύσεως διαφορών. Από την άλλη πλευρά, συγκριτικά με άλλες γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος, η Ελλάδα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση στην ευκολία έναρξης επιχειρήσεως και φαίνεται να υστερεί σημαντικά στον υποδείκτη προστασίας των επενδυτών μειοψηφίας, στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση και στις διαδικασίες καταγραφής ακίνητης περιουσίας. Η κατάταξη της χώρας αναμένεται να βελτιωθεί στα επόμενα έτη, εφόσον εφαρμοσθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που προωθούνται στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής πολιτικής και θεσπισθούν βελτιωτικές παρεμβάσεις προς την διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας.
3. Προσδοκίες Καταναλωτών και Λιανεμπόρων: Αντίθετα με τις επιχειρηματικές προσδοκίες στη βιομηχανία, ο δείκτης εμπιστοσύνης στο λιανικό εμπόριο τον Οκτώβριο του 2016 (97,9 μον.) παρουσιάζει σημαντική κάμψη από τον Μάιο του 2016 (102,6 μον.) αν και έχει βελτιωθεί σε σχέση με το καλοκαίρι του 2015. Η υποτονική δραστηριότητα στον κλάδο του εμπορίου, εξαιτίας της ασθενικής εγχώριας ζητήσεως, αντικατοπτρίζεται και στην εξέλιξη του δείκτη κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο, ο οποίος στο οκτάμηνο 2016 μειώθηκε κατά 3,6%, έναντι μικρότερης μειώσεως κατά 2,6% στην ίδια περίοδο του 2015. Επιπροσθέτως, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης αν και βελτιώνεται από τον Απρίλιο του 2016, ευρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο και τον Οκτώβριο 2016 διαμορφώθηκε σε -63,6 μονάδες, κατά 33 μονάδες χαμηλότερα από το υψηλό των τελευταίων δύο ετών (Φεβρουάριος 2015: -30,6 μονάδες), Γράφημα 3.
4. Δείκτης Αξιόχρεου Ελληνικού Δημοσίου (Sovereign): H ανάκτηση της πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς αγορές είναι καίριας σημασίας να επιτευχθεί το ταχύτερο δυνατόν εντός του επομένου έτους καθώς το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής εκπνέει στα μέσα του 2018. Η πορεία του περιθωρίου μεταξύ των αποδόσεων των ελληνικών και των γερμανικών κρατικών δεκαετών ομολόγων υποδηλώνει αφενός τη μεγάλη βελτίωση σε σχέση με τα επίπεδα μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων το καλοκαίρι του 2015 και την παρατεταμένη διαπραγμάτευση στο πρώτο τετράμηνο του 2016 και αφετέρου τη δυσκολία θεαματικής βελτιώσεως – παρά τη θετική επίδραση των εκταμιεύσεων του Ιουνίου και του Οκτωβρίου – σε επίπεδα συμβατά με την έξοδο στις αγορές (Γράφημα 4).
5. Ροές Καταθέσεων Νοικοκυριών και Επιχειρήσεων: Οι καταθέσεις ιδιωτών έχουν σταθεροποιηθεί μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων. Τους καλοκαιρινούς μήνες υπήρξε αξιόλογη αύξηση των καταθέσεων κατά € 2,2 δισ. (Μάιος-Αύγουστος), ενώ τον Σεπτέμβριο του 2016, παρά τις υψηλές πληρωμές των φορολογικών υποχρεώσεων των νοικοκυριών (δόσεις ΕΝΦΙΑ και φόρου εισοδήματος), η μείωση των καταθέσεων των νοικοκυριών ήταν μόλις € 52 εκατ.