Η πορεία των εσόδων του κράτους το τελευταίο έτος προσδιορίζεται από δύο αντίρροπα χαρακτηριστικά: (α) την υψηλότερη έναντι των στόχων άντληση φορολογικών εσόδων και (β) την επιταχυνόμενη συσσώρευση των ληξιπρόθεσμων οφειλών ιδιωτών προς το Δημόσιο, αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Αναφορικά με το πρώτο χαρακτηριστικό αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 εκτιμάται πως διαμορφώθηκε στο 2% περίπου του ΑΕΠ υπερβαίνοντας εν τέλει σημαντικά το στόχο του προγράμματος (0,5% του ΑΕΠ). Η υπέρβαση του στόχου για το πλεόνασμα οφείλεται κυρίως στην αύξηση των εσόδων της γενικής κυβέρνησης η οποία στηρίχθηκε στην ενίσχυση των εσόδων από άμεσους και εμμέσους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες παρουσίασαν επίσης αύξηση, κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης των δαπανών για μεταβιβάσεις και για κοινωνικές παροχές εκτός των δαπανών για συντάξεις οι οποίες παρουσίασαν μείωση.
Όσον αφορά στο δεύτερο χαρακτηριστικό, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στην ίδια περίπου χρονική περίοδο οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο ανήλθαν στα € 95,29 δισ. στο τέλος του 2016, έναντι € 87,5 δισ. στο τέλος του 2015 (Γράφημα 1) . Εάν στο ποσό αυτό προστεθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το συνολικό ιδιωτικό χρέος προς το δημόσιο σύμφωνα με το ΔΝΤ, προσεγγίζει τα €115 δισ., δηλαδή περίπου το 70% του ΑΕΠ της χώρας.
Θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τους θεμελιώδεις παράγοντες που αναμένεται να προσδιορίσουν τη δυναμική αυτών των δύο χαρακτηριστικών της δημοσιονομικής προσαρμογής και της φορολογικής διοίκησης στα επόμενα χρόνια. Αποτελεί δε ένα ζήτημα κεντρικής σημασίας καθώς θα καθορίσει τη δυνατότητα της χώρας να διατηρήσει την πλεονασματική της θέση στο πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο χωρίς να ναρκοθετηθεί η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, αναφέρει η Alpha.
Οι βασικοί λόγοι της υπεραπόδοσης στο σκέλος των εσόδων το 2016 είναι δύο. Πρώτον, οι διαδοχικές αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών των τελευταίων ετών στο εισόδημα, στην κατανάλωση και τα κέρδη των επιχειρήσεων απέφεραν υψηλό δημοσιονομικό αποτέλεσμα δεδομένου ότι η οικονομική δραστηριότητα παρέμεινε σχεδόν σταθερή (+0,3%).
Δεύτερον, η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών ως αποτέλεσμα της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων συνέβαλε επίσης σημαντικά σε υψηλότερα έσοδα από το ΦΠΑ έναντι του στόχου κατά € 303 εκατ.
Ο δεύτερος παράγοντας συνιστά μία εξυγιαντική διαδικασία αύξησης των φορολογικών εσόδων καθώς συμβάλλει, έστω και οριακά, στην εξασθένιση της δομικής παθογένειας του ελληνικού φορολογικού συστήματος, της στενής φορολογικής βάσης λόγω της εκτεταμένης παραοικονομίας. Επισημαίνεται ότι στα χρόνια της ύφεσης, η μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων των ατόμων επέτεινε έτι περαιτέρω το πρόβλημα της στενής φορολογικής βάσης συμπιέζοντας ένα μεγάλο μέρος των φορολογουμένων σε εισοδηματικά κλιμάκια χαμηλότερα του αφορολογήτου ορίου.
Από την άλλη πλευρά, η επιβολή υψηλών φορολογικών συντελεστών στην παραδοσιακά στενή φορολογική βάση στη χώρα μας δυσχέρανε τις προσπάθειες των φορολογούμενων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Τούτο ωστόσο οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο, καθώς το διογκούμενο ιδιωτικό χρέος προς το ελληνικό Δημόσιο επιβαρύνει σημαντικά τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αποδυναμώνοντας την καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη με αποτέλεσμα να φαλκιδεύεται η ανάκαμψη της οικονομίας. Παράλληλα η συσσώρευση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων υπονομεύει τη λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητα της σχετικά αδύναμης φορολογικής διοίκησης της χώρας.
Η μακροχρόνια ύφεση με την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος έχει προκαλέσει κόπωση στην προσπάθεια των οικονομικών μονάδων να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, τονίζει η Alpha Bank.
Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των ιδιωτών προς το δημόσιο αυξήθηκαν από σχεδόν € 40 δισ. το 2010 σε άνω των € 70 δισ. το 2014 και άνω των € 90 δισ. το 2016.
Παράλληλα, η μακροχρόνια ύφεση ενίσχυσε σημαντικά τα κίνητρα για φοροδιαφυγή. Και τούτο διότι η μετάβαση μιας δραστηριότητας από την επίσημη προς τη σκιώδη οικονομία εξαρτάται από το κόστος κινδύνου, δηλαδή το ύψος του προστίμου σε περίπτωση αποτελεσματικού ελέγχου συγκριτικά με το όφελος από τη συμμετοχή σε αυτήν που στην περίοδο της κρίσης ήταν ουσιαστικά η αποφυγή της πτώχευσης. Η μεγάλη άνοδος των φορολογικών συντελεστών ευνόησε ακόμη περισσότερο τη στροφή στην παραοικονομία καθώς ενίσχυσε έτι περαιτέρω τα κίνητρα για φοροδιαφυγή.
Τα ληξιπρόθεσμα χρέη
Το μεγαλύτερο μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών αφορά σε πρόστιμα και επιβαρύνσεις (40%) και σε έμμεσους και άμεσους φόρους κατά 23% και 21% αντίστοιχα.
Η συσσώρευση του παλαιού ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους οδηγεί σε υπερφόρτωση των ελεγκτικών και φορολογικών υπηρεσιών με αποτέλεσμα τη περαιτέρω “γήρανση” του χρέους κατά μέσο όρο. Όσο καθυστερεί η εκκαθάριση των υποθέσεων τόσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των προστίμων και επαυξήσεων εξέλιξη που αποσυνδέει το ύψος του με την πραγματική φοροδοτική ικανότητα. Τούτο αποδυναμώνει σημαντικά την πιθανότητα συλλογής της φορολογικής ύλης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, το 20% του χρέους των ιδιωτών είναι άνω των 10 ετών με ποσοστό ιστορικής εισπραξιμότητας κάτω από 0,1%, ενώ το 30% είναι μεταξύ 5-10 ετών με ποσοστό εισπραξιμότητας 0,5%.
Υπό το φως των ανωτέρω παρατηρήσεων, καθίσταται αναγκαίος ο επανασχεδιασμός των πολιτικών και διαδικασιών επίλυσης διαφόρων δίδοντας έμφαση στη προτεραιοποίηση των περιπτώσεων ελέγχων με βάση, πρώτον, τα προσδοκώμενα ανά περίπτωση φορολογικά έσοδα, και δεύτερον, τη δυνατότητα ανά περίπτωση ταχείας ολοκλήρωσης της διαδικασίας και απόδοσης των εσόδων.
Επιπλέον, είναι αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός του συστήματος επιβολής και κλιμάκωσης των προστίμων καθώς και των σχημάτων δόσεων σταδιακής αποπληρωμής ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, παράμετρος που ενισχύει το ποσοστό εισπραξιμότητας, αναφέρει η Alpha.