Πιστεύω ότι η ρήση «είπαμε της γριάς να κλ… αλλά να μην το παρακάνει…» επαληθεύεται πλήρως στις περιπτώσεις εταιριών, οι CEO των οποίων, όχι μόνο αμείβονται υπερβολικά σε σχέση με την αμοιβή του μέσου εργαζόμενου στην εταιρεία τους, αλλά με το ύψος των αποδοχών τους διακυβεύουν αυτή την ίδια τη βιωσιμότητα της επιχείρησης που διευθύνουν.
Διότι απεκαλύφθη ότι ο διευθύνων σύμβουλός της Μπράιαν Νίκολ, το 2020 είχε λάβει 3.000 φορές τις αποδοχές του μέσου εργαζόμενου, από 1.136 φορές το 2019.
Στη διάρκεια της πανδημίας δηλαδή, ο CEO έδινε bonus στον εαυτό του, καθιστώντας την εταιρεία μεταξύ των 10 με το υψηλότερων χάσμα μισθών μεταξύ των εισηγμένων του δείκτη Russell 3000, σύμφωνα με την ερευνητική εταιρεία Equilar.
Πρόκειται για σύμπτωση; Ή μήπως η αύξηση των αμοιβών του μέσου εργαζόμενου υποδηλώνει ότι τα ανώτερα στελέχη με τις εκτοξευμένες αποδοχές αρχίζουν να αισθάνονται μια αποχρώσα αίσθηση ντροπής; Το θέμα είναι τεράστιο για τη συγκυρία της εποχής μας και ως φαίνεται στην Αμερική ανεβαίνει η σημασία του.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) έχει υποχρεώσει τις εισηγμένες να αποκαλύπτουν κάτι που ονομάζεται «λόγος αμοιβής CEO» – το αποτέλεσμα της διαίρεσης του ποσού που λαμβάνει ο CEO διά τις ετήσιες αποδοχές του διάμεσου υπαλλήλου.
Σε πολλές εταιρείες, ειδικά σε μεγάλες με χιλιάδες εργαζόμενους χαμηλών αποδοχών (ας σκεφτούμε τους κλάδους των λιανικών πωλήσεων, της εστίασης και του τουρισμού), δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπουμε ένα ποσοστό ανάλογο με εκείνο του Νίκολ, με τον CEO να πληρώνεται πάνω από 1.000 φορές τον μισθό του μέσου υπαλλήλου. Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα, υπάρχουν 57 τέτοιες εταιρείες στο πλαίσιο του Russel 3000.
Η εταιρεία ανταλλακτικών αυτοκινήτων Aptiv βρέθηκε στην κορυφή της λίστας: η συνολική αποζημίωση 31 εκατομμυρίων δολλαρίων του CEO Kevin P.Clark για το 2020 ήταν πάνω από 5.000 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του διάμεσου υπαλλήλου της, ο οποίος κέρδισε λιγότερα από 6.000 δολ., σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της Aptiv.
Η απλή αποκάλυψη του «λόγου αμοιβών» είναι από μόνη της μια κατάκτηση, δεδομένου του πόσο «καυτό» παραμένει το ζήτημα των αποδοχών. Η SEC χρειάστηκε πέντε χρόνια για να συντάξει και σχεδόν οκτώ χρόνια για να εφαρμόσει τον σχετικό κανόνα, ο οποίος ήταν μέρος της νομοθεσίας Dodd-Frank, την οποία ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα υπέγραψε, κυρώνοντας την σε νόμο, τον Ιούλιο του 2010.
Η Επιτροπή δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τη διαμόρφωση ρυθμιστικού πλαισίου για τέσσερα άλλα σχετικά με τα επίπεδα αποδοχών ζητήματα, τα οποία σαφώς δεν αποτελούσαν προτεραιότητα υπό τον πρώην πρόεδρο της SEC, Jay Clayton. Όταν ο κανόνας για την αναλογία των μισθών προτάθηκε για πρώτη φορά το 2013, προσέλκυσε σχεδόν 200.000 σχόλια.
Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών αντιτάχθηκε, επικαλούμενη περίπλοκες επιχειρηματικές δραστηριότητες και αχρείαστα κόστη, ενώ οι μέτοχοι και οι επενδυτές ήταν πρόθυμοι να δουν τον λόγο να αποκαλύπτεται.
Και δεν έχουν άδικο. Την ώρα που συνεχώς γίνεται πολύς λόγος σε διεθνές επίπεδο για επιχειρηματική ηθική, άνοδο των ανισοτήτων, εταιρική κοινωνική ευθύνη και σεβασμό στο περιβάλλον, κανονικά οι επιχειρήσεις, ως κύτταρα παραγωγής πλούτου, θα έπρεπε να δίνουν το καλό παράδειγμα και να πρωτοπορούν σε πρωτοβουλίες χειραφέτησης. Ιδιαίτερα δε σε ρευστές εποχές ισχυρών διαρθρωτικών μετασχηματισμών, όπου οι κοινωνίες έχουν ανάγκη από πρωτοπόρους ηγέτες ικανούς να τις οδηγήσουν στην πρόοδο, στην ανάπτυξη και στην πολιτιστική άνοδο.
Ο Γιόζεφ Σουμπέτερ ήταν αυτός που αναφερόμενος στο φαινόμενο της «δημιουργικής καταστροφής» ως το πραγματικό κίνητρο για ένα προοδευτικό και πρωτοποριακό επιχειρείν, τόνιζε ότι ο ρόλος της επιχείρησης είναι να ανοίγει δρόμους σε μια κοινωνία μέσω της καινοτομίας και όχι να συσσωρεύει προσοδοθηρικό κεφάλαιο. Αυτή η διάσταση του επιχειρείν εξάλλου ήταν και η βασική διαφορά του με τον Κάρολο Μαρξ. Ωστόσο συμφωνούσε με τον τελευταίο στην άποψη ότι η απληστία είναι ένα από τα θεμελιακά ελαττώματα του ανθρώπου και άρα το επιχειρείν δεν μπορούσε και αυτό με τη σειρά του να αποφύγει τις επιπτώσεις της.
Όντως, η τοποθέτηση αυτή δεν στερείται οράματος και λογικής βάσης. Αν ωστόσο δούμε ποιές προόδους πραγματοποίησε ο άνθρωπος με αφετηρία την πρώτη βιομηχανική επανάσταση του 18ου αιώνα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις και ότι, ως προϊόν της ελεύθερης επιλογής, η καλή όψη είναι αυτή που ίσχυσε έως σήμερα, όχι χωρίς παρατράγουδα. Τα τελευταία όμως οι επιχειρήσεις μπορούν να τα αποφύγουν αν κάποιοι μάνατζερ αποφασίσουν να μην πληρώνονται 5.000 φορές πιο πολύ από τον μέσο εργαζόμενο…
Κατανοητό;