Η όποια νέα Διακυβέρνηση θα συναρτά την αποτελεσματικότητα και τη σοβαρότητα της από τον ειλικρινή τρόπο οριοθέτησης και τοποθέτησής της επί των ερωτημάτων που προκύπτουν και απασχολούν την καθημερινότητα του Πολίτη.
Οι ταλαιπωρημένοι Έλληνες πολίτες δεν διαθέτουν, μετά από όλα όσα έχουν υποστεί, ούτε υπομονή ούτε και θα δώσουν ιδιαίτερη πίστωση χρόνου στην επόμενη Κυβέρνηση.
Του Αντώνη Ζαΐρη*
Το ευφυές ανέκδοτο του υπερήλικου, πλέον των 90 ετών, ζευγαριού που σκέφτηκε να πάρει διαζύγιο σε αυτή την ηλικία γιατί περίμενε πρώτα να πεθάνουν τα παιδιά τους για να μην τους στεναχωρήσουν, δεν ισχύει εδώ.
Οι Μάκρο και Μίκρο αναλύσεις των ακαδημαϊκών και η δυναμική αύξηση του ΑΕΠ ως πηγή πλούτου που θα βελτιώσει τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας και τις συνθήκες διαβίωσης του μέσου νοικοκυριού από ιδεολογικής πλευράς παραπέμπουν στους ψαλμούς του Δαβίδ, Π.Μ.140:
“Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας, του προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις” και από πρακτικής πλευράς « έπεα πτερόεντα ».
Ας μιλήσουμε όμως συγκεκριμένα. Πρώτον, στις αοριστόλογες διατυπωμένες προβλέψεις για το ΑΕΠ για το 2019 2,4% και μέχρι το 2024 1,2%, ο απλός πολίτης ρωτά “τι σημαίνει αυτό για μένα; θα βελτιωθεί η κατάσταση στην τσέπη μου;”.
Στο συγκεκριμένο βέβαια ερώτημα υπάρχει μια ψευδαίσθηση επιστροφής στην κανονικότητα καθώς το σύνολο του ιδιωτικού χρέους 230δις, (κόκκινα δάνεια 95 περίπου δις ευρώ , χρέη Εφορίας 100δις και ασφαλιστικών ταμείων 30δις), καθώς και υποχρεώσεις 130.000 ηλεκτρονικών πλειστηριασμών έως το 2021 ( με 10.000 για τη φετινή χρονιά) δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας.
Εκτός και αν υπάρξει τέτοιος οργασμός επενδύσεων 40-50 δις ευρώ και ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας υπηρετώντας ένα νέο μοντέλο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας , οπότε το παραγόμενο εθνικό προιόν θα είναι αποτέλεσμα μιας ανταγωνιστικής οικονομίας και όχι μιας καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Από την άλλη, η πρόβλεψη παγκόσμιας στασιμότητας με μηδενικά επιτόκια και τεράστια χρέη δυσκολεύει περισσότερο την κατάσταση.
Δεύτερον, στις υποχρεώσεις Πολιτών και Επιχειρήσεων περί αύξησης των Πιστοδοτήσεων αφού από την άλλη έχουν μηδενίσει οι υποχρεώσεις των Τραπεζών στον ELA, ο απλός Πολίτης και ο Επιχειρηματίας ρωτούν αν θα εξασφαλισθεί καλύτερη πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα;
Στο ερώτημα αυτό η αληθινή απάντηση είναι ότι δεν είναι θέμα προσφοράς αλλά θέμα ζήτησης δανειοδοτήσεων , καθώς τα αιτήματα που υποβάλλουν δεν πληρούν προϋποθέσεις χρηματοδότησης και από την άλλη η ζήτηση δανείων από υγιείς πχ επιχειρήσεις είναι περιορισμένη.
Το συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να παρέλθει αρκετός χρόνος εξυγίανσης Νοικοκυριών και Επιχειρήσεων ώστε η ομαλοποίηση της Οικονομίας να ενδυναμώσει τα εισοδήματα και να υπάρχει πραγματική συνεισφορά στο ΑΕΠ, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των Τραπεζών στις διεθνείς αγορές με εύκολο δανεισμό, τον οποίο όμως θα διοχετεύσουν για υγιείς επιχειρησιακές δραστηριότητες πχ ανανέωση μηχανολογικού εξοπλισμού, επενδύσεις στη νέα τεχνολογία και όχι στην κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων που επιβάρυνε το εμπορικό ισοζύγιο και οδήγησε την Οικονομία σε παράλυση.
Τρίτον, στις διακηρύξεις περί μείωσης των φορολογικών συντελεστών που ναι μεν δημιουργεί συνθήκες ευωχίας σε Επιχειρήσεις και Νοικοκυριά ο απλός Πολίτης εύλογα αναρωτιέται, με βάση και την εμπειρία του παρελθόντος: η μείωση των φορολογικών συντελεστών θα επιφέρει λογικά μείωση των κρατικών εσόδων, καθώς δύσκολα κανείς ελπίζει σε διεύρυνση της φορολογικής βάσης, και ως εκ τούτου αν επέλθει αυτή η μείωση τότε πως το κοντέρ θα ανταποκριθεί στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στον Προϋπολογισμό που κατά τα άλλα αποτελεί ισχυρή δέσμευση στους δανειστές;
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι υποθετική απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι οι επενδύσεις που θα έρθουν αφού αρθούν όλα τα εμπόδια (γραφειοκρατικά, πολεοδομικά, διαφθοράς) θα συνδράμουν στην μεγέθυνση του ΑΕΠ και στην παράλληλη μείωση των συντελεστών.
Εδώ βέβαια υπάρχει και ένα δεύτερο ερώτημα που σχετίζεται με το τι θα γίνει μέχρι την πολυπόθητη έλευση των επενδύσεων καθώς ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος ισχύει !!!.
Τα ερωτήματα ωστόσο θα μπορούσαν να είναι άπειρα αρκέστηκα όμως στα σοβαρότερα, ώστε να υποκινηθεί το ενδιαφέρον της Νέας Διακυβέρνησης στη στοχοθεσία συγκεκριμένων προβλημάτων που ζητούν άμεσα λύση.
Και ακριβώς επειδή τα περιθώρια έχουν στενέψει χρειάζεται δουλειά από την επόμενη μέρα, δυστυχώς όχι και αυτή τη φορά με την επίκληση από μηδενική βάση, και βεβαίως κάτω από αντίξοες συνθήκες καθώς οι άνθρωποι που στοιχίζονται γύρω από τα κόμματακαι αναλαμβάνουν θέσεις είναι λιποβαρείς ενώ η Δημόσια Διοίκηση λειτουργεί με τους δικούς της ρυθμούς , και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας Κοινωνίας, παράλογα πολλές φορές, διόλου ανεκτικής ως προς τον χρόνο υλοποίησης των υπεσχημένων.
*Αναπληρωτής Αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Νεάπολις, Πάφος