Το αφήγημα της κυβέρνησης για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος των μνημονίων επιχειρεί να αποδομήσει ο Γιάνης Βαρουφάκης με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην βρετανική εφημερίδα «Guardian».
Μεταξύ άλλων o πρώην υπουργός Οικονομικών αναφέρει ότι ανάκαμψη δεν πρόκειται να υπάρξει και ότι η Ελλάδα παραμένει υπό καθεστώς λιτότητας και φυλακής χρέους.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών τονίζει ότι οι τίτλοι και τα πρωτοσέλιδα των ΜΜΕ «γιόρτασαν το τέλος της οικονομικής διάσωσης της Ελλάδας, ακόμη και τη λήξη της λιτότητας», ενώ παρουσίασαν «την οκταετή παρέμβαση της Ευρώπης στην Ελλάδα ως πρότυπο συνετής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης στα “μαύρα πρόβατά” της, μια περίπτωση “σκληρής αγάπης” που φέρεται να λειτούργησε».
Όμως, υπογραμμίζει, μία πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει μία διαφορετική πραγματικότητα. «Την ίδια εβδομάδα που μία κατεστραμμένη Ελλάδα εισήλθε σε άλλα 42 χρόνια σκληρής λιτότητας και βαθύτερης σκλαβιάς του χρέους (2018-2060), πώς μπορεί να παρουσιαστεί ως γεγονός το τέλος της λιτότητας και η επανακτημένη οικονομική ανεξαρτησία της Ελλάδας;», διερωτάται.
Στη συνέχεια, ο κ. Βαρουφάκης εξηγεί τι είναι η οικονομική διάσωση (bailout) και γιατί η εκδοχή της Ελλάδας είναι εξαίρεση στον κανόνα και δεν τελειώνει ποτέ.
Όπως αναφέρει, «μετά την πανωλεθρία του τραπεζικού τομέα του 2008, σχεδόν κάθε κυβέρνηση προχώρησε σε οικονομική διάσωση των τραπεζών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις έδωσαν το πράσινο φως στην Τράπεζα της Αγγλίας και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, αντίστοιχα, για να εκτυπώσουν βουνά δημόσιου χρήματος προκειμένου να σώσουν τις τράπεζες από το ναυάγιο.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις του ΗΒ και των ΗΠΑ δανείστηκαν μεγάλα ποσά για να βοηθήσουν περαιτέρω τις τράπεζες που βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ενώ οι κεντρικές τράπεζές τους χρηματοδότησαν μεγάλο μέρος αυτών των χρεών».
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο ξεδιπλώνεται ένα πολύ χειρότερο δράμα λόγω της περίεργης απόφασης της ΕΕ, το 1998, για τη δημιουργία νομισματικής ένωσης με μία Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που δεν έχει ένα κράτος να τη στηρίζει πολιτικά και 19 κυβερνήσεις που είναι υπεύθυνες για τη διάσωση των τραπεζών τους σε περιόδους οικονομικού αναβρασμού, αλλά χωρίς μια κεντρική τράπεζα για να τις βοηθήσει.
Γιατί αυτή η ανώμαλη ρύθμιση; Επειδή η γερμανική προϋπόθεση για την ανταλλαγή του γερμανικού μάρκου με το ευρώ ήταν μία πλήρης απαγόρευση οποιασδήποτε χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα προς τράπεζες ή κυβερνήσεις – ιταλικές ή ελληνικές για παράδειγμα.
Οπότε, συνεχίζει, όταν το 2009 οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες αποδείχθηκαν ακόμη πιο χρεοκοπημένες από αυτές της Wall Street ή του Σίτι, δεν υπήρχε κεντρική τράπεζα με νόμιμη εξουσία ή υποστήριξη από την πολιτική βούληση για να τις σώσει. Έτσι, το 2009, ακόμη και η καγκελάριος της Γερμανίας Μέρκελ πανικοβλήθηκε όταν της είπαν ότι η κυβέρνησή της έπρεπε να ρίξει, σε μία νύχτα, 406 δισ. ευρώ από χρήματα φορολογουμένων στις γερμανικές τράπεζες.
Δυστυχώς, δεν ήταν αρκετό. Λίγους μήνες αργότερα, οι σύμβουλοι της κ. Μέρκελ την ενημέρωσαν ότι, όπως οι γερμανικές τράπεζες, το υπερχρεωμένο ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος του.
Αν είχε κηρύξει την πτώχευσή του, η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία θα ακολουθούσαν το παράδειγμα, με αποτέλεσμα το Βερολίνο και το Παρίσι να αντιμετωπίσουν μια νέα οικονομική διάσωση των τραπεζών τους ύψους πάνω από 1 εκατ. ευρώ. Σε εκείνο το σημείο, αποφασίστηκε ότι δεν θα επιτρεπόταν στην ελληνική κυβέρνηση να πει την αλήθεια, δηλαδή να ομολογήσει την πτώχευσή της.
Για να διατηρήσει το ψέμα, η χρεοκοπημένη Αθήνα έλαβε, υπό το προπέτασμα καπνού της “αλληλεγγύης προς τους Έλληνες”, το μεγαλύτερο δάνειο στην ανθρώπινη ιστορία, το οποίο ήταν για να μεταβιβαστεί αμέσως στις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Για να ηρεμήσουν οι θυμωμένοι Γερμανοί βουλευτές, αυτό το γιγαντιαίο δάνειο δόθηκε υπό την προϋπόθεση της βίαιης λιτότητας των ελληνικών πολιτών, τοποθετώντας τους σε μια μόνιμη μεγάλη ύφεση».
Αλλά αυτός ο εφιάλτης τελείωσε την περασμένη εβδομάδα; είναι το ερώτημα που θέτει ο πρώην υπουργός για να απαντήσει: «Ούτε στο ελάχιστο. Από τεχνική άποψη, τα ελληνικά προγράμματα διάσωσης είχαν δύο συνιστώσες. Η πρώτη προέβλεπε πως η ΕΕ και το ΔΝΤ παραχωρούν στην ελληνική κυβέρνηση κάποια χρηματοδοτική διευκόλυνση με την οποία θα προσποιούνταν την αποπληρωμή των χρεών της.
Στη συνέχεια ερχόταν η σκληρή λιτότητα που έλαβε τη μορφή των παράλογα υψηλών φορολογικών συντελεστών και των άγριων περικοπών σε συντάξεις, μισθούς, δημόσια υγεία και εκπαίδευση. Την περασμένη εβδομάδα, το τρίτο πακέτο διάσωσης όντως έληξε, ακριβώς όπως το δεύτερο είχε τελειώσει το 2015 και το πρώτο το 2012.
Τώρα έχουμε ένα τέταρτο τέτοιο πακέτο, το οποίο διαφέρει από τα τρία τελευταία σε δύο επουσιώδη σημεία. Αντί για νέα δάνεια, οι πληρωμές ύψους 96,6 δισ. ευρώ που έπρεπε να ξεκινήσουν το 2023 θα αναβληθούν μέχρι το 2032, οπότε τα χρήματα πρέπει να πληρωθούν με τόκους επιπλέον των άλλων μεγάλων αποπληρωμών που έχουν προγραμματιστεί προηγουμένως. Και, δεύτερον, αντί να το ονομάσουμε ένα τέταρτο σχέδιο διάσωσης, η ΕΕ το ονόμασε, θριαμβευτικά, το “τέλος της διάσωσης”.
Οι παράλογα υψηλοι συντελεστές ΦΠΑ και φόροι μικρών επιχειρήσεων θα συνεχιστούν φυσικά, όπως και οι νέες περικοπές των συντάξεων και οι νέες τιμωρητικές φορολογικές επιβαρύνσεις για τους φτωχότερους που έχουν προγραμματιστεί για το 2019. Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε επίσης να διατηρήσει μακροπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος (3,5% έως το 2021 και 2,2% μεταξύ 2022-2060) που απαιτεί μόνιμη λιτότητα, στόχος στον οποίο το ίδιο το ΔΝΤ δίνει λιγότερο από 6% πιθανότητες να επιτευχθεί ποτέ από οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης.
Συνοψίζοντας, αφού έσωσαν τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες εις βάρος των φτωχότερων πολιτών της Ευρώπης, και μετά την μετατροπή της Ελλάδας σε φυλακή οφειλετών, την περασμένη εβδομάδα οι πιστωτές της Ελλάδας αποφάσισαν να κηρύξουν νίκη. Έχοντας ρίξει την Ελλάδα σε κώμα, έκαναν μόνιμη την κατάσταση κάνοντας λόγο για «σταθερότητα».
Εσπρωξαν τον λαό μας στον γκρεμό και γιόρτασαν την αναπήδηση τους από τον σκληρό βράχο της μεγάλης ύφεσης ως απόδειξη ανάκαμψης. Παραθέτοντας λόγια του Τάκιτου, έφτιαξαν μια έρημο και την ονόμασαν ειρήνη, καταλήγει το άρθρο.