Η αιώνια σχέση μεταξύ της πολιτικής αστάθειας και της οικονομικής ευθραυστότητας στην Ιταλία θα μπορούσε για μια ακόμα φορά να προκαλέσει αναταράξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ιταλία θα διενεργήσει δημοψήφισμα για τη συνταγματική της αναθεώρηση στις 4 Δεκεμβρίου. Τις εβδομάδες μέχρι το δημοψήφισμα, η κυβέρνηση στη Ρώμη πιθανότατα θα ανακοινώσει αύξηση των δημοσίων δαπανών και μείωση φόρων προκειμένου να βελτιώσει τη δημοφιλία της. Αυτό θα αυξήσει τις εντάσεις με τις Βρυξέλλες, όμως είναι απίθανο να οδηγήσει σε τιμωρία της Ιταλίας για την μη επίτευξη των στόχων για μείωση του ελλείμματος. Επίσης, η ιταλική κυβέρνηση είναι πιθανό να ασκήσει κριτική στους θεσμούς της ΕΕ και στη Γερμανία για θέματα όπως η λιτότητα στην ευρωζώνη και η έλλειψη συντονισμένης ευρωπαϊκής αντίδρασης στην μεταναστευτική κρίση.
Τα κόμματα της ιταλικής αντιπολίτευσης θα εκστρατεύσουν κατά της συνταγματικής αναθεώρησης προκειμένου να επισπεύσουν την παραίτηση του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι. Μια απόρριψη της μεταρρύθμισης θα προκαλούσε πολιτική κρίση, μια κρίση όμως η οποία θα μπορεί να περιοριστεί. Οι πρόωρες εκλογές θααποφευχθούν καθώς τα περισσότερα κόμματα του Ιταλικού Κοινοβουλίου θέλουν να αποτρέψουν μια νέα εκλογική διαδικασία που θα μπορούσε να δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα σε μια περίοδο που ο τραπεζικός κλάδος της χώρας αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.
Όμως, οποιαδήποτε πολιτική αβεβαιότητα αναφορικά με το δημοψήφισμα μπορεί να αναζωπυρώσει τους φόβους της αγοράς για τη σταθερότητα των ιταλικών τραπεζών και την ικανότητα της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Αρκετές ιταλικές τράπεζες, περιλαμβανομένης και της Monte dei Pasch, της τρίτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, προσπαθούν να προσελκύσουν «φρέσκα» κεφάλαια και να μειώσουν το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Μια πολιτική κρίση στην Ιταλία θα μπορούσε να κάνει δυσκολότερο για τις τράπεζες να επιτύχουν αυτούς τους στόχους.
Η πολιτική και χρηματοοικονομική αβεβαιότητα στην Ιταλία θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις και σε άλλες τράπεζες στην ευρωζώνη. Ιδιαίτερα η γερμανική Deutsche Bank βρίσκεται όλο και περισσότερο στο «μικροσκόπιο» εν μέσω αμφιβολιών για την οικονομική της ευρωστία και τα συνεχιζόμενα νομικά της προβλήματα. Αν η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία φτάσει σε σημείο που θα υπονομεύσει σοβαρά την εμπιστοσύνη της αγοράς στον τραπεζικό της κλάδο, τότε τα ευάλωτα σημεία του γερμανικού τραπεζικού κλάδου θα οδηγήσουν το Βερολίνο και τη Ρώμη προς έναν συμβιβασμό για την παροχή κρατικής βοήθειας προς τις τράπεζες, σε επίπεδο ευρωζώνης.
Ενώ η Ιταλία εξακολουθεί να συγκεντρώνει τα «φώτα της δημοσιότητας» στην περιοχή της νότιας Ευρώπης, η Ελλάδα κατέληξε τελικά σε συμφωνία με τους πιστωτές για την επόμενη δόση από το πρόγραμμα διάσωσης, κάτι που εκτιμάται ότι θα φέρει κάποια προσωρινή σταθερότητα στη χώρα, παρά τα διαρθρωτικά προβλήματα.
Απορροφημένες από τις εκλογές Γαλλία και Γερμανία
Εν τω μεταξύ, οι μεγαλύτεροι πολιτικοί και οικονομικοί «παίκτες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γερμανία και η Γαλλία, θα προετοιμάζονται για τις γενικές εκλογές του 2017. Αυτό θα μειώσει τον αριθμό των ζητημάτων επί των οποίων μπορούν να βρουν κοινό έδαφος Βερολίνο και Παρίσι και θα αφήσει το μπλοκ χωρίς κάποια συνεκτική ηγεσία, τόσο κατά τη διάρκεια του δ’ φετινού τριμήνου όσο και μετά από αυτό.
Στη Γαλλία, η κυβέρνηση του Προέδρου Φρανσουά Ολάντ θα μάχεται για την πολιτική επιβίωσή της εν όψει του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών τον Απρίλιο του 2017. Το μέγαρο των Ιλισίων πιθανότατα θα ανακοινώσει χαμηλότερους φόρους και υψηλότερες δημόσιες δαπάνες σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τη δημοφιλία του, όμως οι ενέργειες αυτές θα έχουν αμελητέα επίπτωση στα ποσοστά έγκρισης της κυβέρνησης.
Το σημαντικότερο είναι πως θα υπάρξει εσωτερικός διχασμός στο κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα, που θα περιορίσει την ικανότητα της κυβέρνησης να περάσει ουσιαστικά νομοθετήματα. Καθώς θα πλησιάζει η ημέρα των εκλογών, το δεξιό Εθνικό Μέτωπο θα βασίσει τη στρατηγική του στις επικρίσεις κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Σοσιαλιστικής κυβέρνησης και θα υποσχεθεί να βελτιώσει την ασφάλεια της Γαλλίας.
Το κεντροδεξιό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα είναι διχασμένο σε ζητήματα όπως ο ρόλος της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή οι στρατηγικές ενσωμάτωσης των μειονοτήτων. Γενικά, και τα δυο κόμματα θα ανταγωνίζονται για να κερδίσουν έναν συντηρητικό και ευρωσκεπτικιστικό εκλογικό σώμα.
Εν όψει των Γερμανικών εκλογών στα τέλη του 2017, τα μέλη του κεντροδεξιού/κεντροαριστερού «μεγάλου συνασπισμού» θα εργαστούν ώστε να διαφοροποιήσουν τις πολιτικές τους θέσεις. Καθώς εντείνεται η πολιτική πόλωση εντός της Γερμανικής κυβέρνησης και καθώς σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει διεκδίκηση εθνικών συμφερόντων, η Γερμανία δεν θα είναι σε θέση να παρουσιάσει μεγάλα σχέδια για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η μετανάστευση και η ασφάλεια θα επηρεάσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την πολιτική ατζέντα στη Γερμανία λόγω των ανησυχιών για τη μετανάστευση και την τρομοκρατία, ενώ η κυβέρνηση στο Βερολίνο θα αντιμετωπίσει εσωτερικές πιέσεις (τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από ορισμένες ομάδες του κυβερνητικού συνασπισμού) να εφαρμόσει και αυστηρότερες πολιτικές για τους μετανάστες, αλλά και επιπλέον αντιτρομοκρατικά μέτρα.
Η Γερμανία θα πιέσει για πανευρωπαϊκές πολιτικές ώστε να αυξηθεί η συνεργασία στην άμυνα και την ασφάλεια, όμως οι ευρύτερες προσπάθειες ενοποίησης θα παραμείνουν στη φάση της ρητορικής. Η Γερμανία θα εξακολουθήσει επίσης να ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της συμφωνίας με την Τουρκία για το προσφυγικό προκειμένου να περιοριστούν οι μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη. Το Βερολίνο θα επικρίνει την Άγκυρα για την καταστολή της αντιπολίτευσης, όμως θα διατηρήσει ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας προκειμένου να αποτρέψει την κατάρρευση της συμφωνίας.
Η Βρετανία δεν θα «τραβήξει τη σκανδάλη» του Brexit
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι προετοιμασίες για τις διαπραγματεύσεις για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχιστούν και η βρετανική κυβέρνηση θα πραγματοποιήσει ανεπίσημες συζητήσεις με τις κύριες πολιτικές δυνάμεις της ΕΕ εν όψει των επίσημων διαπραγματεύσεων που θα ενεργοποιήσουν τη διαδικασία του Brexit στις αρχές του επόμενου έτους.
Η κυβέρνηση στο Λονδίνο σιγά-σιγά θα μορφοποιήσει μια διαπραγματευτική στρατηγική που θα βασίζεται σε μια ad hoc συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση που θα προσπαθεί να διατηρήσει όσο μεγαλύτερη πρόσβαση στην εσωτερική αγορά της ΕΕ είναι δυνατόν, περιορίζοντας ταυτόχρονα την μετανάστευση ευρωπαίων εργαζομένων.
Την ίδια ώρα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα πιέσει τη βρετανική κυβέρνηση να προστατεύσει τα δικαιώματα passporting της χώρας -τα οποία επιτρέπουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στη Βρετανία να πωλούν τις υπηρεσίες τους στην υπόλοιπη ΕΕ- διότι οι επιχειρήσεις ήδη εκφράζουν ενδιαφέρον για μετεγκατάσταση σε άλλες περιοχές στην Ευρώπη.
Εν τω μεταξύ, το αυξανόμενο εθνικιστικό αίσθημα εν όψει των εκλογών στη Γαλλία, θα ωθήσει το Παρίσι να τηρήσει σκληρή γραμμή σε ότι αφορά της παραχωρήσεις για το Brexit, δημιουργώντας περισσότερη αβεβαιότητα και πτωτικές πιέσεις για τη στερλίνα.
Η δημόσια συζήτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο θα βρίθει διοικητικών περιπλοκοτήτων και αμφισβητήσεων εντός της κυβέρνησης της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, καθώς ορισμένα μέλη τάσσονται υπέρ του να κοπούν σημαντικά οι δεσμοί με το μπλοκ (το λεγόμενο «σκληρό Brexit»), ενώ άλλα θέλουν να υπάρξουνσυμβιβασμοί. Η βρετανική οικονομία θα στείλει μικτά σινιάλα, και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα καθυστερήσουν κάποιες αποφάσεις για επενδύσεις και δαπάνες μέχρις ότου αποκτήσουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τις διαπραγματεύσεις της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επικρίσεις από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης
Κάποιες από τις εντονότερες επικρίσεις κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα προέλθουν από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς πολιτικές δυνάμεις από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση θα απαιτήσουνεπαναφορά εξουσιών στις εθνικές κυβερνήσεις. Ωστόσο, καμιά από τις χώρες αυτές δεν είναι έτοιμη να φύγει από την Ένωση και θα διατηρήσουν τις διαφωνίες τους με τις Βρυξέλλες σε διαχειρίσιμο επίπεδο.
Στην Πολωνία, η αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών της ΕΕ θα συνεχιστεί, όμως η ΕΕ δεν θα προχωρήσει σε σημαντικές κυρώσεις κατά της Βαρσοβίας. Στην Ουγγαρία, παρά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 2ας Οκτωβρίου –όπου οι ψηφοφόροι απέρριψαν την προοπτική κατανομής προσφύγων σε όλη την ΕΕ, αλλά θεωρήθηκε άκυρο καθώς δεν είναι την απαιτούμενη προσέλευση – η κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιτίθεται στο μπλοκ και να αμφισβητεί την εξουσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Παρά τις συνεχείς επικρίσεις τους κατά των θεσμών της ΕΕ, η Πολωνία και η Ουγγαρία θα συνεχίσουν να βλέπουν τη συμμετοχή τους στο μπλοκ αλλά και στο ΝΑΤΟ ως «πυλώνες-κλειδιά» για την εξωτερική τους πολιτική. Αυτό σημαίνει πως ούτε η Βαρσοβία ούτε η Βουδαπέστη δεν θα κάνουν τίποτα ώστε να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τη σχέση τους με οποιαδήποτε από τις δυο αυτές οντότητες.
Στην Αυστρία θα πραγματοποιηθούν επαναληπτικές προεδρικές εκλογές στις 4 Δεκεμβρίου. Τις εβδομάδες που θα προηγηθούν των εκλογών, η μετριοπαθής κυβέρνηση της Βιέννης θα επιτεθεί στη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, απαιτώντας μεγαλύτερο έλεγχο των εξωτερικών συνόρων του μπλοκ
και συνεχίζοντας τους δικούς της συνοριακούς ελέγχους προκειμένου να αποτρέψει την εισροή μεταναστών.
Το σημαντικότερο είναι πως η Αυστρία θα μπορούσε να αναζητήσει συνεργασία με άλλες χώρες της περιοχής (όπως για παράδειγμα με την ομάδα Βίσεγκραντ) για να πιέσει για μεγαλύτερη αποκέντρωση της εξουσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εκλογές θα δείξουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια τόσο έναντι των κομμάτων του κατεστημένου της Αυστρίας όσο και έναντι του μπλοκ, καθώς ο υποψήφιος του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας πιθανότατα θα τα πάει καλά.
Διαφορετική, πιθανότατα, θα είναι η περίπτωση της Ρουμανίας, διότι στις γενικές εκλογές της 11ης Δεκεμβρίου πιθανότατα θα επικρατήσουν τα κατεστημένα πολιτικά κόμματα. Αν και τα κόμματα αυτά διαφοροποιούνται στα εγχώρια ζητήματα, ωστόσο στηρίζουν τη συμμετοχή της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, άρα δεν θα πρέπει να αναμένονται σημαντικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Ρουμανίας μετά τις εκλογές.
Οι διεθνείς σχέσεις
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσει να ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της συμφωνίας με την Τουρκία για το μεταναστευτικό, όμως η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη θα καταστήσει αδύνατη την τήρηση των δεσμεύσεών της έναντι της Άγκυρας.
Στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον, το μπλοκ πιθανότατα δεν θα απελευθερώσει τη βίζα για τους Τούρκους πολίτες μέχρι την προθεσμία του Οκτωβρίου στην οποία είχαν συμφωνήσει και οι δυο πλευρές. Όμως, καθώς διατηρείται το συμφέρον της συνεργασίας με την Τουρκία, το μπλοκ πιθανότατα θα καθυστερήσει και δεν θα απορρίψει τη συμφωνία για τη βίζα.
Άλλες, λιγότερο αμφιλεγόμενες υποσχέσεις, όπως η συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ή η χορήγηση πόρων στην Τουρκία προκειμένου να βοηθήσει τους πρόσφυγες, είναι πιο πιθανό να τηρηθούν, εν μέρει τουλάχιστον.
Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα θα επιτρέψει στις χώρες της Βαλκανικής μεταναστευτικής οδού να κρατήσουν κλειστά τα σύνορά τους προκειμένου να αποτρέψουν τις προσφυγικές ροές. Η συζήτηση στην ΕΕ θα κινηθεί επίσης προς την κατεύθυνση της παροχής μεγαλύτερης οικονομικής βοήθειας σε χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής για να δοθούν κίνητρα στις εκεί κυβερνήσεις να κάνουν περισσότερα για να αποτρέψουν τη μετανάστευση.
Κατά τη διάρκεια του δ’ τριμήνου, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συζητήσει την πολιτική της για τη Ρωσία. Για μια ακόμα φορά, αυτό θα τονίσει την εσωτερική διχογνωμία ως προς την πολιτική του μπλοκ έναντι της Μόσχας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις κυρώσεις που σχετίζονται με την κρίση στην Ουκρανία.
Οι κυρώσεις θα εξακολουθήσουν να ισχύουν αυτό το τρίμηνο, όμως η κόπωση αλλά και οι ισχυρές πιέσεις που θα ασκήσει η Ρωσία στην Ευρώπη θα προκαλέσουν μια έντονη διαμάχη ως προς το πώς θα πρέπει να προσεγγιστεί η ψήφος του επόμενου έτους για τις ρωσικές κυρώσεις και αν θα πρέπει να εξεταστεί μια μερική χαλάρωσή τους, με αντάλλαγμα την επίτευξη προόδου στο Πρωτόκολλο του Μινσκ.
Τα Βαλκάνια είναι μια ακόμα περιοχή της Ευρώπης που θα προσελκύσει την προσοχή της Ρωσίας και της Δύσης αυτό το τρίμηνο. Μετά το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα της Σερβίας που αμφισβήτησε το βοσνιακό συνταγματικό δικαστήριο, οι προετοιμασίες για περαιτέρω κινήσεις από την πλευρά των σερβοβόσνιων για να εδραιώσουν την εξουσία τους σε βάρος των ομοσπονδιακών θεσμών, θα δημιουργήσουν εντάσεις μεταξύ των εθνοτικών ομάδων της χώρας. Αυτή θα παραμείνει για την ώρα μια σύγκρουση χαμηλής έντασης, όμως το γεγονός ότι η Μόσχα υπεραμύνεται της Σερβικής θέσης σε συνδυασμό με την προοπτική εθνοτικών τριβών, προσφέρει στη Ρωσία ένα ακόμα «θέατρο» για μεσολάβηση στις διαπραγματεύσεις της με τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους.
Τέλος, ένας συνδυασμός πολιτικού κατακερματισμού, εκλογικών υπολογισμών και ενός κλίματος κατά του ελεύθερου εμπορίου σε πολλές χώρε μέλη, θα συνεχίζουν να εμποδίζουν τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις της ΕΕ για τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου. Μικρή πρόοδος αναμένεται αυτό το τρίμηνο στις διαπραγματεύσεις με τη Mercosur, ενώ η συμφωνία TTIP με τις ΗΠΑ θα παραμείνει σε αδιέξοδο μέχρι το τέλος του έτους.