Την κύρια αιτία επίκτητης τύφλωσης αποτελεί σήμερα η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (AMD) αν αφεθεί χωρίς θεραπεία. Μελέτη που ανακοινώθηκε πρόσφατα δίνει ελπιδοφόρα μηνύματα για την αντιμετώπισή της.
Ειδικότερα, στη μελέτη Καθημερινής Κλινικής Πρακτικής RAINBOW συμπεριλήφθηκαν ασθενείς με ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας υγρού τύπου (wAMD) από την Γαλλία, οι οποίοι έλαβαν θεραπεία με διάλυμα αφλιβερσέπτης για ενδοφθάλμια έγχυση και τα αποτελέσματα είναι σύμφωνα με όσα παρατηρήθηκαν κατά τις πιλοτικές τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές. Σε 52 εβδομάδες, οι ασθενείς επέτυχαν μια μέση αύξηση 6,2 γραμμάτων με 6,3 μέσο αριθμό εγχύσεων. Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στο 16ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Αμφιβληστροειδούς, Ωχράς και Υαλώδους (EURETINA), το οποίο έλαβε χώρα από τις 8 έως τις 11 Σεπτεμβρίου στην Κοπεγχάγη, και δείχνουν ότι οι ασθενείς μπόρεσαν να διατηρήσουν την ταχεία βελτίωση της όρασης καθώς και τις ανατομικές βελτιώσεις που παρατηρήθηκαν μετά την αρχική φάση εφόδου.
«Τα στοιχεία αυτά είναι ελπιδοφόρα, τόσο για τους ασθενείς με wAMD, όσο και για τους θεράποντες ιατρούς, οι οποίοι θα υποδεχθούν θερμά την ανακοίνωση των πρώτων αντιπροσωπευτικών αποτελεσμάτων από την καθημερινή κλινική πρακτική. Τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητα του διαλύματος στην καθημερινή κλινική πράξη και συνάμα επιβεβαιώνουν στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης ότι έχουν διαλέξει μια θεραπευτική επιλογή με προβλέψιμα αποτελέσματα», δήλωσε ο καθηγητής Michel Weber, MD, PhD, Επικεφαλής του Οφθαλμολογικού Τμήματος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Νάντης, στη Γαλλία.
«Εάν συμπεριλάβουμε και τα ανακοινωθέντα στο παρελθόν Δεδομένα Καθημερινής Κλινικής Πρακτικής από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Σουηδία και την Ιαπωνία, τα αποτελέσματα της μελέτης RAINBOW, φαίνεται ότι το διάλυμα είναι η πρώτη θεραπεία αναστολής του παράγοντα VEGF στην wAMD, η οποία φαίνεται να επιδεικνύει οφέλη που εμφανίζονται σε τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές στην καθημερινή κλινική πράξη», πρόσθεσε ο Δρ Patrick Bussfeld, επικεφαλής του τμήματος Οφθαλμολογίας στην Bayer. “Βρίσκονται σε εξέλιξη προγράμματα Μελετών Καθημερινής Κλινικής Πρακτικής με περισσότερους από 20.000 ασθενείς, σε 15 χώρες και γι ‘αυτό ανυπομονούμε να δούμε περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες τόσο από το πρόγραμμά μας, καθώς και από ανεξάρτητες μελέτες».
O αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF) είναι μία πρωτεΐνη φυσικά παραγόμενη στον οργανισμό. Ο φυσιολογικός ρόλος της σε έναν υγιή οργανισμό είναι να επάγει το σχηματισμό νέων αιμοφόρων αγγείων (αγγειογένεση) που υποστηρίζουν την ανάπτυξη των ιστών και των οργάνων του σώματος. Επίσης, σχετίζεται με τη μη φυσιολογική ανάπτυξη νέων αιμοφόρων αγγείων στο μάτι, τα οποία εμφανίζουν μη φυσιολογική αυξημένη διαπερατότητα που οδηγεί σε οίδημα.
Η αφλιβερσέπτη είναι μια ανασυνδυασμένη πρωτεΐνη σύντηξης που αποτελείται από τμήματα των εξωκυτταρικών περιοχών των υποδοχέων1 και 2 του ανθρώπινου VEGF συντετηγμένα στο τμήμα Fc του ανθρώπινου IgG1 και περιέχεται σε ένα ισοωσμωτικό διάλυμα, κατάλληλο για έγχυση εντός του υαλώδους. Η αφλιβερσέπτη δρα ως διαλυτός «παραπλανητικός» υποδοχέας που δεσμεύει τον VEGF-A με υψηλότερη συγγένεια από ό,τι οι φυσικοί του υποδοχείς και μπορεί με τον τρόπο αυτό να αναστείλει τη σύνδεση με και ενεργοποίηση αυτών των συγγενών υποδοχέων VEGF.