Με το οριστικό τέλος του τρίτου μνημονιακού προγράμματος, στο οποίο η χώρα είχε ενταχθεί τον Αύγουστο του 2015, θα αποδειχθεί αν τελικά αυτό συνιστά την έναρξη μιας περιόδου ασφάλειας και σταθερότητας ή αντίστοιχα την είσοδο στην πύλη μιας διαρκούς αβεβαιότητας.
Το 2019 θα είναι μια χρονιά ορόσημο, επιβεβαιωτική στην πράξη των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της τάξης προϋπολογιστικά του 2,1% για το 2018, πράγμα αδιανόητο αφού χρειαζόταν η οικονομία να τρέξει με 3,65% του ΑΕΠ για το β’ εξάμηνο του 2018.
Του Δρ. Αντώνη Ζαΐρη*
Αν η δυναμική αυτή δεν προκύπτει τότε για την χρονιά που διανύουμε η ανάπτυξη θα παραμένει βραδυπορούσα, ασθενική και χρονίως αναιμική.
Επιπλέον, επιβεβαιωτική ενός θηριώδους πλεονάσματος που υπερβαίνει κατά πολύ τον στόχο των 2,5δις του 2018, γύρω στα 5 δις, μιας πραγματικότητας που παράγει πολιτική ικανοποίηση και για το 2019 ανεξαρτήτως των αρνητικών επιπτώσεων στις καθυστερήσεις πληρωμής οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες (3,13δις ευρώ) και της μείωσης δαπανών του ΠΔΕ κατά 1,2δις, του τελικά διαμορφώθηκαν στα 1,6δις ευρώ για το 2018.
Το παραγόμενο ωστόσο αποτέλεσμα που αντανακλά και στο 2019 είναι ότι θυσιάζονται οι επενδυτικές και αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας και το βασικότερο «πνίγεται» κυριολεκτικά η ανάκαμψη στην πραγματική οικονομία καθώς αποστερείται ρευστότητας λόγω της συνεχιζόμενης σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής με υπερφορολόγηση μισθών και συντάξεων αλλά και υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι το 2019 θα είναι χρονιά ορόσημο καθώς η αναγκαιότητα άμεσων επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα από σήμερα και μέχρι τα επόμενα τρία χρόνια ανέρχονται στα 80 περίπου δις ευρώ.
Οι επενδύσεις αυτές θα ευεργετήσουν την απασχόληση, την αποταμίευση και την παραγωγικότητα της οικονομίας και θα εισφέρουν νέα εισοδήματα.
Η μέχρι τώρα επενδυτική δαπάνη σε επίπεδα χαμηλότερα των αποσβέσεων εξάντλησε το απόθεμα παραγωγικού κεφαλαίου με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας είτε να απομειώνεται είτε να παραμένει υποτονική.
Για το επενδυτικό κενό της χρονιάς που πέρασε δεν υπήρξε ωστόσο καμία σοβαρή πολιτική ανάσχεσης του κλίματος αποεπένδυσης και ως εκ τούτου η συνδρομή μιας σοβαρής επενδυτικής στρατηγικής προσέλκυσης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων από τη μια, καθώς και απελευθέρωσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων από την άλλη, καθίσταται εκ των ”ων ουκ άνευ” απαραίτητη στην παρούσα φάση.
Επιπρόσθετα, στο επίπεδο των επενδύσεων πρέπει να γίνει κατανοητό ότι είναι αναγκαίες οι εισροές κινητικότητας ξένων επενδυτικών κεφαλαίων αφού οι εγχώριες μόνον επενδύσεις δεν καλύπτονται από την εγχώρια αποταμίευση και ταυτόχρονα βέβαια η στοιχειοθέτηση μιας στρατηγικής εξαγωγών προκειμένου να απομειωθούν οι επιπτώσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Με άλλα λόγια, η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας αυξάνει τα εισοδήματα και την αποταμίευση και μειώνει το χάσμα επενδύσεων- αποταμίευσης συρρικνώνοντας το έλλειμμα του ισοζυγίου καθώς μια εκρηκτική αύξηση επενδύσεων είναι πιθανό να οξύνει το έλλειμμα μέχρι οι επενδύσεις να αρχίσουν να αποδίδουν σε επίπεδο παραγωγικότητας, εισοδημάτων, αποταμίευσης και να επέλθει ισορροπία.
Εν κατακλείδι, όπως σε όλα τα ζητήματα που αφορούν τη χώρα μας και ιδιαίτερα την προβληματική της οικονομία είναι απαραίτητη η διαμόρφωση μιας σοβαρής πολιτικής στρατηγικής από σοβαρούς ανθρώπους.
Όσον αφορά τους δεύτερους δύσκολα κανείς τους διακρίνει στην πολιτική που αναγκαστικά σε αυτήν επαφίεται η τύχη της χώρας. Όσον αφορά τη στρατηγική αυτή δεν συγκροτείται με όρους«κουτσομπολιού γειτονιάς» δηλαδή με βάση το τι σου λέει ο ένας και ο άλλος. Την στρατηγική ή την έχεις ή δεν την έχεις.
Κι αν έχεις ξεκάθαρη στρατηγική τότε μπορεί η πολιτική να ανοίξει δρόμους για να κινητοποιήσει την κοινωνία, διαφορετικά θα σέρνεται πίσω από μειοψηφούσες κοινωνικές ομάδες που προπορεύονται μεν αλλά ουδείς γνωρίζει αν πρόκειται περί αγαθών προθέσεων υπηρέτησης του συλλογικού καλού ή εξυπηρέτησης αλλότριων ίδιων συμφερόντων.
*Αναπλ. Αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, Μέλος Ενωσης Αμερικάνων Οικονομολόγων (ΑΕΑ)