Με αφορμή τις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ, οι οποίες έκριναν συνταγματική την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, η ΑΔΕΔΥ έδωσε στη δημοσιότητα και κοινοποίησε στα μέλη της, νομική γνωμοδότηση αναφορικά με το θέμα.
Συγκεκριμένα σε ανακοίνωση της, σημειώνει:
«Σας αποστέλλουμε την από 25/7/2019 ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της νομικής συμβούλου της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. επί των αποφάσεων 1307-1316/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν συνταγματική την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, που έγινε με τις διατάξεις του Νόμου 4093/2012».
Στη γνωμοδότηση μεταξύ άλλων τονίζεται:
Συγκεκριμένα στη γνωμοδότηση σημειώνεται ότι: Οι εκδοθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ τυπικά δεσμεύουν τους διαδίκους των δικών επί των οποίων εξεδόθησαν. Τυπικό δεδικασμένο παράγεται και δεσμεύει μόνον τα διάδικα μέρη των οικείων υποθέσεων, και τα δικαστήρια (διοικητικά πρωτοδικεία), τα οποία υπέβαλαν τα αντίστοιχα προδικαστικά ερωτήματα προς το ΣτΕ, ώστε να αχθεί η υπόθεση ενώπιόν του (βλ. άρθρο 1 παρ.3 εδ. β΄ ν.3900/2010 και 50 παρ.5 π.δ. 18/1989).
Να σημειωθεί εν τούτοις, ότι τυπικά-δικονομικά τα διοικητικά δικαστήρια έχουν εξουσία να απόσχουν από τα δικαστικώς κριθέντα από την Ολομέλεια του ΣτΕ (πρβλ.
και άρθρο 1 παρ.3 εδ.γ΄ ν.3900/2010). Ως εκ τούτου, το εκάστοτε διοικητικό δικαστήριο, όταν σε μελλοντικό χρόνο επιληφθεί αντίστοιχης αγωγής, δεν εμποδίζεται δικονομικώς να κρίνει διαφορετικά από το ΣτΕ. Είναι ασφαλώς εξίσου σαφές ότι, η σχετικώς εκδοθησόμενη απόφασή του θα είναι εκκλητή, υποκείμενη στα προβλεπόμενα ένδικα μέσα χωρίς μάλιστα να αποκλείεται με τον τρόπο αυτό να επανέλθει μετ’ αναίρεση κάποια σχετική υπόθεση και στο ΣτΕ, εφόσον τούτο ήθελε
κρίνει παραδεκτή μία τέτοια αίτηση αναιρέσεως (ενόψει των δικονομικών προϋποθέσεων του άρθρου 53 πδ. 18/1989).
Στον κλάδο της πολιτικής δικαιοσύνης, ανώτατο δικαστήριο είναι ο Άρειος Πάγος, ο οποίος όταν φθάσει να εκδικάσει σχετική αίτηση αναιρέσεως (στρεφόμενης είτε κατά αποφάσεως ειρηνοδικείου, είτε κατά αποφάσεως μονομελούς πρωτοδικείου και υπό τους περιορισμούς του άρθρου 560 ΚΠολΔ), μπορεί ασφαλώς να αποφανθεί διαφορετικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Στην περίπτωση αυτή, το ζήτημα θα αχθεί ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (κατ’ άρθρο 48 Ν.345/1976), προκειμένου τούτο να επιλύσει την
αμφισβήτηση περί της συνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως του ν.4093/2012, η οποία ήθελε τυχόν ανακύψει από αντίθετες αποφάσεις των δύο ανωτάτων
δικαστηρίων, ήτοι του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου.