Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο ενεργειακό μέτωπο είναι ανησυχητικές. Οι αυξήσεις είναι πρωτόγνωρες και δημιουργούν πλαίσιο πιέσεων, αντίστοιχο με αυτό των κρίσεων, που κλυδώνισαν την παγκόσμια οικονομία και παραγωγή τη δεκαετία του 70.
Η αναζήτηση αιτιών, αναδεικνύει σειρά παραγόντων. Δείχνει, ότι παρά τη διαρκή εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων, την εκμηδένιση του χρόνου στη μεταφορά της πληροφορίας, την πρόσβαση στην ενημέρωση, τα στοιχεία και τις βάσεις δεδομένων, καθώς και τη δυνατότητα συγκριτικών αποτιμήσεων και ασκήσεων προσομοίωσης, υπάρχουν ακόμα κραυγαλέα κενά στους τομείς της ανάλυσης και της πρόβλεψης.
Αναμφισβήτητα η ιστορική συγκυρία, βρίθει συνιστωσών, που έχουν επιδράσει στην κατακόρυφη αύξηση των τιμών. Με το πέρας των έκτακτων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας και τη σταδιακή επαναφορά στην κανονικότητα, η οικονομία, όπως και η εν γένει παραγωγική δράση, ανακτά τους ρυθμούς της. Συνακόλουθα αυξήθηκε δραστικά, σε σχέση με το χρονικά διάστημα, αναγκαστικής αργίας που προηγήθηκε, η ζήτηση σε ενέργεια. Παράλληλα η κλιματική αλλαγή με τις ακραίες θερμοκρασίες και φαινόμενα συντέλεσε και συντελεί στην αύξηση της ζήτησης σε ενέργεια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειές τους, είτε αυτές αφορούν το ψύχος ή τον καύσωνα και την ξηρασία.
Δεν είναι όμως μόνο τα στοιχεία της φύσης και της υγειονομικής λαίλαπας, που δημιούργησαν τη σημερινή ενεργειακή κρίση. Η Κίνα κατ’ αρχήν αποφάσισε να αποκτήσει έναντι κάθε τιμήματος όλα τα αναγκαία ενεργειακά αποθέματα, εν όψει του χειμώνα και των αναγκών της παραγωγής της. Η Ευρώπη αντίστοιχα, με σχετική βραδύτητα, σπεύδει να καλύψει τις αντίστοιχες ανάγκες, τη στιγμή κατά την οποία τα ενεργειακά της αποθέματα, βρίσκονται σε χαμηλό ετών και σε ποσοστό μόλις 72%, σε σχέση με τις αναγκαίες προβλέψεις.
Και κάπου εδώ παίζουν τον ρόλο τους και οι επιλογές και προτεραιότητες των “ενεργοπαραγωγών” κρατών. Μετά τη διαρκή μείωση και κατακρήμνιση των τιμών τα προηγούμενα έτη, δεν είναι λίγοι από τους αντίστοιχους ιθύνοντες στον τομέα της ενεργειακής παραγωγής, που μέσα από τις αυξημένες τιμές, εκτιμούν, ότι θα αντισταθμίσουν απώλειες εσόδων του παρελθόντος και θα αποφύγουν το ενδεχόμενο αστάθειας και μειώσεων. Για τον λόγο αυτό σε πρώτο χρόνο, απέφυγαν την αύξηση της παραγωγής τους.
Κρίσιμος, ειδικά για την Ευρώπη είναι ο ρόλος της Ρωσίας. Με την προσδοκία λειτουργίας του Nord Stream 2 ή και ως πίεση για την επιτάχυνση της λειτουργίας του, μείωσε στο ένα τρίτο της δυναμικότητας τη ροή φυσικού αερίου, από τον αγωγό του Γιαμάλ, μήκους 2.000 χιλιομέτρων, που διατρέχει τη Λευκορωσία, την Πολωνία και φτάνει στην Ευρώπη.
Το κενό στην τροφοδοσία της ενεργειακής αγοράς είναι κάτι παραπάνω από κραυγαλέο και ο ανταγωνισμός, σε επίπεδο πλειοδοσίας για τις διαθέσιμες ποσότητες, έχει συντελέσει να εκτιναχτούν οι τιμές, στις κατά περίπτωση “δημοπρασίες” για την απόκτηση φυσικού αερίου, στα ύψη. Στις ελλείψεις και τη μείωση των διατιθέμενων ποσοτήτων, συνετέλεσε και ένα ατύχημα σε σταθμό επεξεργασίας και προώθησης φυσικού αερίου, στη Σιβηρία, το καλοκαίρι του 2021.
Οι συνέπειες από τη ραγδαία αύξηση των τιμών, που φτάνουν και στο 400%, είναι συγκλονιστικές. Διατρέχουν όλη τη βιομηχανία των πετροχημικών και των πλαστικών και έχουν οδηγήσει στην αναστολή λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων του κλάδου. Είναι όμως σημαντικές και στην καθημερινότητα της ζωής μας, στο μέτρο που αφορούν τη θέρμανση και απειλούν να γίνουν καταλυτικές, ανάλογα με τη δριμύτητα των καιρικών φαινομένων και ειδικά του επόμενου χειμώνα. Μέτρα που συνίστανται στην κρατική χρηματοδότηση για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, περιλαμβανομένης της θέρμανσης, προσφέρουν ανάσες, αλλά δε δίνουν λύσεις διαρκείας, καθώς ανατροφοδοτούν την ακρίβεια. Ο κεντρικός ενεργειακός σχεδιασμός της Ευρώπης, με συνεκτίμηση όλων των αναγκών, δυνατοτήτων και δεδομένων, είναι επιτακτικά αναγκαίος.