Καθώς βαδίζουμε ολοταχώς προς τη μέρα που θα ξεκινήσει η νέα σχολική χρονιά, έντονη είναι η συζήτηση για τις συνθήκες με τις οποίες πρέπει να γίνει αυτό.
Η χρήση της μάσκας αποτελεί μόνο ένα από τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα που επιβάλλεται να ληφθούν λόγω της πανδημίας.
Του Δρ. Φώτη Κουτσουπιά
Τα ερωτήματα ωστόσο που πρέπει να απαντηθούν είναι πρώτον αν η μεταδοτική ικανότητα των παιδιών είναι ίδια με των ενηλίκων και δεύτερον πώς αυτό ενδέχεται να επηρεάσει την πορεία της μετάδοσης του ιού στην κοινωνία.
Σχετικά με το πρώτο, όσον αφορά στην μολυσματική ικανότητα των παιδιών, για τα παιδιά κάτω των δέκα, μάλλον ισχύει πως η μολυσματικότητά τους είναι χαμηλή. Άνω των δέκα ετών, όταν είναι συμπτωματικά, έχουν ιικό φορτίο σε παρόμοιες ποσότητες με τους ενήλικες και μπορούν να μεταδώσουν την ασθένεια τόσο αποτελεσματικά όσο και οι ενήλικες.
Η μολυσματικότητα των ασυμπτωματικών παιδιών πιθανολογείται ότι είναι χαμηλή, δεν υπάρχουν όμως επαρκή στοιχεία για να το τεκμηριώσουν.
Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα και από μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο μέχρι και τα τέλη Ιουλίου, τα σχολικά κρούσματα δεν αποτελούν εξέχον χαρακτηριστικό της πανδημίας COVID-19, και τούτο μπορεί να οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η πλειονότητα των παιδιών δεν εμφανίζουν συμπτώματα όταν μολύνονται με SARS-CoV-2. Οι έρευνες για περιπτώσεις που εντοπίστηκαν στο σχολικό περιβάλλον υποδηλώνουν ότι η μετάδοση από παιδί σε παιδί στο σχολικό περιβάλλον είναι ασυνήθιστη και όχι κύρια αιτία μόλυνσης από SARS-CoV-2.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ευρωπαϊκής Οικονομικής Επικράτειας (Σουηδία και Ισλανδία) που κράτησαν τις δομές προσχολική αγωγής και τα δημοτικά σχολεία ανοιχτά, με μέτρα μετριασμού (π.χ. υγιεινή χεριών, σωματική απόσταση, διαμονή στο σπίτι όταν αρρωσταίνουν κ.λπ.) κατά τη διάρκεια της επιδημίας τους δεν ανέφεραν μεγαλύτερο αριθμό νοσηλευόμενων περιπτώσεων μεταξύ παιδιών, παρά το γεγονός ότι η συνολική επιδημία είναι σοβαρή και παρατεταμένη π.χ. στη Σουηδία.
Οι χώρες της ΕΕ/ΕΟΕ που άνοιξαν εν μέρει τα σχολεία τους πριν από το καλοκαιρινό διάλειμμα, με μέτρα μετριασμού της κοινότητας, δεν έχουν υποστεί σχολικές επιδημίες ή μεγάλη αναζωπύρωση – σε αντίθεση με το Ισραήλ, το οποίο παρουσίασε σημαντικό δεύτερο κύμα τον Ιούλιο του 2020 και ανέφερε σχολικά κρούσματα τα οποία ήτανε μάλλον από την κοινότητα προς τα σχολεία και όχι το αντίθετο.
Από τις μελέτες φαίνεται πως το κλείσιμο των δομών παιδικής μέριμνας και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι μάλλον απίθανο να είναι ένα αποτελεσματικό μέτρο ελέγχου για την κοινοτική μετάδοση του COVID-19. Επιπλέον, δεν παρέχουν σημαντική πρόσθετη προστασία για την υγεία των παιδιών, αφού ούτως ή άλλως τα περισσότερα από αυτά αναπτύσσουν μια πολύ ήπια μορφή COVID-19. Επομένως, οποιεσδήποτε αποφάσεις σχετικά με το κλείσιμο του σχολείου πρέπει να λαμβάνονται με σκοπό τον μετριασμό της επιδημίας στην κοινότητα μόνο στο πλαίσιο των μέτρων που θα πρέπει να ληφθούν για τον περιορισμό της μετάδοσης σε αυτήν.
Με απλά λόγια αυτό σημαίνει πως το κλείσιμο των σχολείων έχει νόημα μόνο όταν είναι απαραίτητο ένα γενικευμένο lock down στην κοινότητα.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Νοσημάτων (ECDC) πραγματοποίησε μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας για να εξετάσει τα στοιχεία σχετικά με το ρόλο του κλεισίματος των σχολείων στη μετάδοση της νόσου στην κοινότητα. Κατέληξε πως πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που εξυπηρετούν παιδιά με σοβαρές προϋπάρχουσες ιατρικές ευπάθειες.
Επιπλέον στοχευμένα μέτρα στα σχολεία για την αύξηση της φυσικής απόστασης, τη βελτίωση του αερισμού και του καθαρισμού, των εγκαταστάσεων πλύσης χεριών και της παροχής προσωπικής προστασίας, θα μετριάσουν την πιθανή μετάδοση του COVID-19 στα σχολεία και συγχρόνως θα βοηθήσουν στην πρόληψη και άλλων αναπνευστικών λοιμώξεων του φθινοπώρου και του χειμώνα (κοινό κρυολόγημα, γρίπη, γαστρεντερίτιδες κ.α.) μειώνοντας έτσι την πίεση στα σχολεία και στην υγειονομική περίθαλψη.
Κλείσιμο όλων των σχολείων μετά από κρούσματα της κοινότητας ή κρούσματα στα σχολεία, είναι μάλλον απίθανο να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη δυναμική της τοπικής επιδημίας, αλλά μπορεί να χρειαστεί να γίνουν λόγω απουσιών του προσωπικού ή λόγω ανησυχίας των γονέων.
Ωστόσο, από τα στοιχεία που υπάρχουν, προκύπτει ότι η μετάδοση εντός των σχολείων ήταν ασυνήθιστη και, ως εκ τούτου, εάν τηρηθεί η φυσική απόσταση, η υγιεινή και άλλα μέτρα, τα σχολεία δεν θα αποτελέσουν περιβάλλον διάδοσης της νόσου περισσότερο από επαγγελματικούς ή ψυχαγωγικούς χώρους με παρόμοιες πυκνότητες ανθρώπων.
Το ζητούμενο αυτήν την περίοδο είναι να είμαστε όσο γίνεται πιο κοντά στην κανονικότητα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και την υγεία μας. Δεν είναι εύκολο.
Τα νέα που μας έρχονται από την επιστημονική κοινότητα σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των υπό παρασκευή εμβολίων, είναι ενθαρρυντικά.
Το εμβόλιο που θα μας θωρακίσει από τον ιό θα είναι σε σχετικά σύντομο χρόνο διαθέσιμο και για όλους, προβάλλεται ως αποτελεσματικό και ασφαλές.
Μέχρι να φτάσουμε στο στάδιο των εμβολιασμών να επιλέξουμε το δίπτυχο: προφυλάξεις και τήρηση των κανόνων υγιεινής.
Είμαστε σε “πόλεμο”, είναι κρίμα να φάμε μια σφαίρα λίγο πριν το τέλος του.