Με αφετηρία την κρίση του κορωνοϊού, η Κίνα κάνει επίδειξη της ικανότητάς της και κερδίζει επιρροή σε κορυφαίους διεθνείς Οργανισμούς.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στις 29 Ιανουαρίου 2020 ο Αιθίοπας πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κ. Tedros Adhanom Ghebreysus, ιολόγος, βρισκόταν στο Πεκίνο και τόνιζε ότι: «η Κίνα χρήζει του σεβασμού και της ευγνωμοσύνης μας, γιατί πήρε εγκαίρως τα μέτρα που έπρεπε. Είναι δε εξόχως σοβαρά γι΄ αυτό και τα χαιρετίζω».
Επιστρέφοντας στην έδρα του Π.Ο.Υ. στη Γενεύη, ο πρόεδρος του από το 2017, δήλωνε ότι «η Κίνα κτύπησε ταχύτατα τον κορωνοϊό και έκανε αμέσως γνωστά τα ευρήματά της».
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι επισήμως, ο κορωνοϊός είχε κάνει την εμφάνισή του στην πόλη Wuhan στις 8 Δεκεμβρίου 2019, ήταν όμως γνωστός στις κινεζικές αρχές από τις 17 Νοεμβρίου 2019, ήτοι δύο και πλέον μήνες πριν την επίσημη ανακοίνωση του Π.Ο.Υ.
Μια ανακοίνωση εξάλλου απολύτως καθησυχαστική και η οποία ήταν συνέχεια της ρητορικής του Οργανισμού την 14η Ιανουαρίου, όταν ο πρόεδρος του τόνιζε ότι «εκτός Κίνας υπάρχουν μόνον 68 περιπτώσεις μόλυνσης από τον ιό σε 17 χώρες και κανένας θάνατος».
«Ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας βρίσκεται στη θέση του ύστερα από ισχυρή στήριξη των Κινέζων τον Μάιο 2017, οι οποίοι θέλουν να αποκτήσουν όλο και πιο πολλά ερείσματα στο εσωτερικό του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.). Δεν είναι δε τυχαίο που σήμερα, μετά τη δήλωση Τραμπ για άρση της αμερικανικής χρηματοδότησης, η Κίνα πρόσφερε αμέσως 30 εκατομμύρια δολάρια και στήριξη στο προεδρείο», μας λέει ο Φρανσουά Γκουλμέ, κορυφαίος σύμβουλος του Γαλλικού Ινστιτούτου Montaigne για θέματα Ασίας.
Η κινεζική καθυστέρηση στις ανακοινώσεις για την εξέλιξη της νόσου στην πόλη Wuhan, είναι από πολλές πλευρές ύποπτη. Και από μόνο του το γεγονός αυτό τροφοδοτεί τις γνωστές θεωρίες συνωμοσίας περί τον κορωνοϊό και την ταχύτητα της επέκτασής του», τονίζει ο Αμερικανός καθηγητής Τίμοθυ Σνέντερ, ιστορικός και σύμβουλος στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων των ΗΠΑ.
Εντυπωσιακές για την κινεζική διείσδυση στον ΟΗΕ και τους θυγατρικούς Οργανισμούς του είναι και οι εκθέσεις του πρώην Γάλλου εκπροσώπου στον Οργανισμό, πρέσβη επί τιμή Ζαν-Μωρίς Ριπέρ, ο οποίος την περίοδο 2000-2003 χρημάτισε πρεσβευτής της Γαλλίας στην Ελλάδα και το 2013 είχε αναλάβει τα ίδια καθήκοντα στην Κίνα.
Κατά τον σημαντικό Γάλλο διπλωμάτη, που γνωρίζει άριστα και την Τουρκία, η Κίνα θεωρεί τον ΟΗΕ κορυφαίο διπλωματικό πεδίο, πάνω στο οποίο επενδύει σημαντικά ποσά (υπολογίζονται σε πάνω από 300 εκατομμύρια δολάρια) για να μπορεί να ελέγχει τις ιδεολογικές κατευθύνσεις και τις γεωπολιτικές επιλογές του.
Από την αρχή έτσι της δεκαετίας του 2010, η Κίνα έχει υπό τον έλεγχό της τον FAO δηλαδή την Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας, όπου επέβαλλε δικό της πρόεδρο, ενώ παράλληλα δικοί της άνθρωποι βρίσκονται σε ζωτικά πόστα στη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (UIT), στην Οργάνωση Πολιτικής Αεροπορίας (ECAO) και στην Οργάνωση για τη βιομηχανική Ανάπτυξη (ONUDI). Από το 2015 και μετά, το Πεκίνο κάνει επίσης ό,τι μπορεί για να καταργήσει ή να αποδυναμώσει τελείως την Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία θεωρεί «γερασμένο δυτικό θεσμό», ασύμβατο με το «όραμα» του Χι Ζινπινγκ «για μια κοινότητα πεπρωμένου στην ανθρωπότητα».
Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, το «όραμα» του Κινέζου προέδρου είναι κενό περιεχομένου και εμπεριέχει μια απροσδιόριστη έννοια ειρήνης, χωρίς να αποσαφηνίζει υπό ποιες προϋποθέσεις. Στην ουσία όμως, πίσω από τα παραπάνω λόγια, υπάρχει η σύγχρονη κινεζική φιλοσοφία για την οικονομία και την πολιτική της διακυβέρνηση, σ΄ έναν κόσμο όπου σημαντικό ρόλο ακόμα παίζουν οι δυτικές φιλοσοφικές και άλλες αξίες.
Σ΄αυτόν τον κόσμο, η Κίνα θέλει να εξοβελίσει από το λεξιλόγιο του ΟΗΕ τις λέξεις δημοκρατία και ελευθερία και να τις αντικαταστήσει με την αόριστη έννοια της ειρήνης. Αγνοώντας σκοπίμως προφανώς ότι η ύπαρξη ειρήνης απαιτεί και κάποιες προϋποθέσεις όχι ιδιαίτερα αρεστές στα αυταρχικά καθεστώτα.
Πίσω όμως από την κινεζική – θεμιτή ασφαλώς – προσπάθεια συμμετοχής με πρωταγωνιστικό ρόλο στο παγκόσμιο παίγνιο, υπάρχει η πρόθεση να καθιερωθεί ο αυταρχισμός ως διεθνές σύστημα διακυβέρνησης.
Όχι όμως διά της βίας, αλλά μέσω της ήπιας δύναμης του λαϊκισμού και της παγκοσμιοποιημένης παραπληροφόρησης. Και από την άποψη αυτή, δεν είναι διόλου τυχαία η κινεζική παρουσία στις διεθνείς ψηφιακές και τεχνολογικές εξελίξεις, θέμα τεράστιο και που χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης.
Διότι όπως όλοι γνωρίζουν, ο νέος πλούτος θα έχει ψηφιακό πρόσημο, γεγονός που από μόνο του ήδη δημιουργεί τεράστιες ανισότητες. Αυτές ακριβώς που είναι η πρώτη ύλη του νέου λαϊκισμού.