Οι χειροκροτητές των Βαλλώνων του Βελγίου αγνοούν τα πάντα από την πολιτική και οικονομική τους ιστορία…
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο υπογράφων έζησε 15 από τα καλύτερα χρόνια της ζωής του στην Βαλλωνία, ήτοι στο γαλλόφωνο Βέλγιο.
Εκεί σπούδασε, εκεί παντρεύτηκε, εκεί απέκτησε το παιδί του, εκεί ξεκίνησε επαγγελματικά και εκεί έζησε ως δημοσιογράφος κορυφαίες στιγμές της περιοχής αυτής. Μία περιοχή την οποία θεωρεί δεύτερη πατρίδα του και την αγαπά ως τέτοια.
Καρδιά του βιομηχανικού Βελγίου το πάλαι ποτε, η Βαλλωνία –με βιομηχανικά κέντρα την Λιέγη δίπλα στην Γερμανία και το Σαρλερουά κοντά στην Γαλλία και με πνευματική πρωτεύουσα την Μονς, που είναι και η πιο γαλλική πόλη του Βελγίου– στα πρώτα πενήντα χρόνια του 20ου αιώνα ήταν η περιοχή που έδινε στο Βέλγιο άνθρακα, χάλυβα, μπύρα και υφαντουργικά προϊόντα.
Διέθετε επίσης δύο γνωστά Πανεπιστήμια και ένα διεθνούς κύρους Πολυτεχνείο, το δε βάρος της από πολιτικής πλευράς ήταν τεράστιο.
Κυρίαρχη πολιτική παράταξη ήταν το βελγικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ), το οποίο και υπηρετούσαν ισχυρά ονόματα της βελγικής πολιτικής ιστορίας (Βάντερβελντ, Σπάακ, Κολλάρ, Ντυμπουά, κ.α.).
Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, στο μέτρο που η διεθνής οικονομία μεταμορφώνεται, η Βαλλωνία αρνείται πεισματικά την οποιαδήποτε αλλαγή και προσαρμογή στην πραγματικότητα.
Έτσι, όταν το Βέλγιο έχασε το Κονγκό στην αρχή του 1960, η περιοχή υφίσταται σοβαρό οικονομικό σοκ, το οποίο γίνεται αφόρητο όταν τα συνδικάτα της προκαλούν την μεγαλύτερη γενική απεργία που είχε ποτέ σημειωθεί στην βιομηχανική Ευρώπη του 20ου αιώνα.
Η απεργία αυτή προσφέρει στην τότε γεωργική Φλάνδρα την ευκαιρία να απογειωθεί οικονομικά και να προσελκύσει στο έδαφός της το 90% των ξένων άμεσων επενδύσεων που γίνονταν στο Βέλγιο.
Αρχίζει έτσι μία περίοδος εντυπωσιακής παρακμής για την Βαλλωνία, η οποία εντείνεται όταν οι γαλλόφωνοι των Βρυξελλών ζητούν και αυτοί την αυτονομία τους και στην ουσία δημιουργούν μία νέα πολιτικο-οικονομική οντότητα –αυτήν της περιφέρειας Βρυξέλλες-Πρωτεύουσα, η οποία σήμερα έχει δικό της κοινοβούλιο και δική της κυβέρνηση.
Οι εξελίξεις αυτές πυροδοτούν έναν ενδοβελγικό εθνικισμό, με το οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ Φλαμανδών και Βαλλώνων να μεγαλώνει.
Επίσης, το Βέλγιο συγκλονίζεται για πολλά χρόνια από σκάνδαλα Βέλγων σοσιαλιστών ηγετών, με σημαντικότερο την δολοφονία την δεκαετία του 1980 του Αντρέ Κοολς, προέδρου του ΣΚ Βελγίου και πρώην πρωθυπουργού.
Όλα αυτά αποθαρρύνουν πλήρως το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Βαλλωνία, η οποία για μία μακρά περίοδο επιπλέει οικονομικά χάρη στις γενναιόδωρες ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Προσαρμόζεται, όμως, αργά και με βαρειά καρδιά στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης, χάνοντας παράλληλα και πολιτικό βάρος στο εσωτερικό του Βελγίου.
Σήμερα, λοιπόν, η περιοχή –που κάποτε ήταν η βιομηχανική καρδιά του Βελγίου– έχει χάσει σημαντικό έδαφος έναντι της Φλάνδρας και των Βρυξελλών και οι υποθέσεις διαφθοράς του ΣΚ Βελγίου έχουν οδηγήσει ένα κομμάτι των ψηφοφόρων του προς ακραία αριστερά πολιτικά μορφώματα, τα οποία εκμεταλλεύονται και την δημογραφική παρακμή της περιοχής.
Μέσα στην συγκυρία αυτή, ο σοσιαλιστής πρόεδρος της βαλλωνικής κυβέρνησης, Πωλ Μανιέτ, αγωνίζεται να επιβιώσει –παράλληλα, όμως, επιδιώκει να διεκδικήσει κα την προεδρία του γαλλόφωνου ΣΚ Βελγίου από τον πρώην πρωθυπουργό Έλιο ντι Ρούπο.
Κατά συνέπεια, η περίφημη συμφωνία CETA, μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης-Καναδά, ήταν για τις επιδιώξεις του ένα εξαιρετικό δώρο. Είναι, ωστόσο, και ένας απίθανος εκβιασμός, αντιδημοκρατικός, που παγιδεύει 500 εκατομμύρια Ευρωπαίους στις επιδιώξεις μίας επαρχίας της Ευρώπης.
Η κυβέρνηση της Βαλλωνίας επωφελείται της δομής του βελγικού κράτους, που έχει την μορφή ομοσπονδίας. «Το Βέλγιο είναι ένα ομόσπονδο κράτος που το συνθέτουν κοινότητες και περιφέρειες».
Με αυτή την φράση αρχίζει το πρώτο άρθρο του βελγικού Συντάγματος και στην ουσία μάς λέει ότι η εξουσία που λαμβάνει αποφάσεις στο Βασίλειο του Βελγίου δεν είναι κεντρική, αλλά κατανέμεται ανάμεσα στις ακόλουθες οντότητες: το ομοσπονδιακό κράτος, τρεις κοινότητες (γαλλική, φλαμανδική και γερμανική) και τρεις περιφέρειες.
Στο βελγικό Σύνταγμα του 1993 τονίζεται επίσης ότι αυτές οι τρεις πολιτικές οντότητες είναι αυτόνομες, διαθέτουν πολύ σημαντικές αρμοδιότητες και είναι υπεύθυνες για την διεθνή συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων και διεθνών συμφωνιών.
Στο πλαίσιο αυτό, το Βέλγιο –που διαιρείται σε τρεις περιφέρειες, την φλαμανδική (ολλανδόφωνοι), την Βαλλωνία και τις Βρυξέλλες-Πρωτεύουσα– διαθέτει τρία περιφερειακά κοινοβούλια και δύο περιφερειακές κυβερνήσεις με πολλές αρμοδιότητες.
Το Κοινοβούλιο λοιπόν της Βαλλωνίας, του οποίου η πλειοψηφία είναι σοσιαλιστική, πριν λίγες ημέρες αρνήθηκε να υπογράψει την διεθνή συμφωνία ΕΕ-Καναδά, επικαλούμενο επιχειρήματα που λίαν επιεικώς εξευτελίζουν και την έννοια του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.
Έτσι, για άλλη μία φορά στην ιστορία της, η Βαλλωνία αρνείται να δει το αύριο –αλλά στην άρνησή της συμπαρασύρει και άλλους, που αργά ή γρήγορα θα την εγκαταλείψουν. Το όλο θέμα, λοιπόν, κάθε άλλο παρά απλό είναι και, αν πάει κανείς σε περισσότερο βάθος, είναι πραγματική μαχαιριά στην καρδιά της Ευρώπης.