Όταν τα τέλη του προηγούμενου χρόνου καταγράφονταν τα πρώτα κρούσματα του γνωστού πλέον με το όνομα COVID-19 κορωναϊού στη μακρινή Ουχάν της Κίνας, κανένας δεν υποπτευόταν τις συνέπειές τους για την παγκόσμια οικονομία.
Tου Πάνου Τσακλόγλου*
Οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2020 ήταν θετικές, αν και κάπως συγκρατημένες λόγω της μη αμελητέας πιθανότητας ξεσπάσματος εμπορικών πολέμων.
Έκτοτε το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά και, δυστυχώς, κάθε φορά που έχουμε νέα επιδημιολογικά δεδομένα οι προβλέψεις μεταβάλλονται επί τα χείρω.
Ήδη ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι τη φετινή χρονιά μπορεί να καταγραφεί ύφεση μεγαλύτερη από αυτή που ακολούθησε την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008.
Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και κοινωνία οι μηχανισμοί μετάδοσης της κρίσης ήταν ταχύτατοι. Πολύ σύντομα ο ιός μεταφέρθηκε σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη της Γης και περιοριστικά μέτρα στις μετακινήσεις και συναθροίσεις άρχισαν να εφαρμόζονται σε πολλές χώρες.
Οι μηχανισμοί μετάδοσης της κρίσης είναι πολλοί, τόσο από την πλευρά της προσφοράς, όσο και από την πλευρά της ζήτησης. Στον χώρο της βιομηχανικής παραγωγής, για την κατασκευή πλήθους προϊόντων χρησιμοποιούνται πολλές εισροές από άλλες χώρες, ενώ τα αντίστοιχα αποθέματα διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα.
Όταν ένας κρίκος της αλυσίδας παραγωγής σπάσει- π.χ. διακοπή παραγωγής σε μια χώρα ή περιοχή-, μετά από λίγο είναι πολύ πιθανό να σταματήσει η παραγωγή προϊόντων που χρησιμοποιούν τις αντίστοιχες εισροές σε πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη.
Όταν σταματά η παραγωγή και γίνονται απολύσεις, μειώνεται η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού, με συνέπεια να ξεκινήσει ένα καθοδικό σπιράλ. Για να περιοριστεί η εξάπλωση της πανδημίας, σταματά με διοικητικά μέτρα η δράση ολόκληρων τομέων οικονομικής δραστηριότητας, όπως η εστίαση, με συνακόλουθη μείωση των εισοδημάτων και της ζήτησης.
Σαν αποτέλεσμα της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας, μειώνεται και το διεθνές εμπόριο, ενώ ταυτόχρονα λόγω του φόβου αλλά και του περιορισμού των μετακινήσεων πλήττεται σφοδρά ο τουρισμός.
Η προοπτική μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας και κερδοφορίας οδηγεί σε καθοδική πορεία τις χρηματιστηριακές τιμές, οι οποίες ήδη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πολλών αναλυτών, βρίσκονται σε αφύσικα υψηλά επίπεδα, τουλάχιστον στις ΗΠΑ.
Αυτό με τη σειρά του μειώνει ακόμα περισσότερο την καταναλωτική ζήτηση και επιτείνει το καθοδικό σπιράλ. Η συνολική ζήτηση μειώνεται επίσης λόγω του ότι σε πολλές περιπτώσεις, λόγω αυξημένης αβεβαιότητας, η υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων αναβάλλεται για το μέλλον.
Επιπρόσθετα, όπως έχει παρατηρηθεί πολλές φορές σε αντίστοιχες περιπτώσεις, στην αγορά ομολόγων πολλοί επενδυτές εγκαταλείπουν τα ομόλογα της περιφέρειας και καταφεύγουν στα «ασφαλή λιμάνια» των ομολόγων ισχυρών οικονομιών (αλλά και στον χρυσό), αυξάνοντας το κόστος δανεισμού και επιτείνοντας την κρίση στις πιο αδύναμες οικονομίες.
Για τα δημόσια οικονομικά, όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους κρίσεων, αυξάνονται οι ανάγκες ενώ μειώνονται οι πόροι. Στη συγκεκριμένη συγκυρία οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται τόσο γιατί οι κυβερνήσεις υποχρεώνονται να λάβουν επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα για να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα όσο και γιατί πρέπει να καλύψουν τις αυξημένες δαπάνες δημόσιας υγείας.
Ταυτόχρονα, λόγω της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας τα φορολογικά έσοδα είναι μειωμένα, οδηγώντας σε κατακόρυφη αύξηση ελλειμμάτων. Η κατάσταση μπορεί να έχει δραματικές συνέπειες σε χώρες όπου ο δημόσιος δανεισμός βρίσκεται ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Η συγκεκριμένη κρίση είναι «συμμετρική» (δηλαδή αφορά όλες τις χώρες), «εξωγενής» (δηλαδή πράξεις ή παραλείψεις μιας χώρας μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε άλλες χώρες.) Επομένως και οι λύσεις που θα δοθούν πρέπει να είναι συντονισμένες σε διεθνές επίπεδο.
Ήδη, ευτυχώς για τη χώρα μας, η οποία μετά από μία δεκαετία κρίσης έδειχνε να μπαίνει σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης η οποία τώρα…αναβάλλεται, οι πρώτες αντιδράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο στο πεδίο της δημοσιονομικής όσο και σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής, κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει συνέχεια.
* καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών