Με την Τρόικα να μην έχει επιστρέψει ακόμα στην Αθήνα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να μην έχει δημοσιεύσει την αξιολόγησή του για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς όλες τις πλευρές, ότι οι επιλογές για την συνέχεια του προγράμματος είναι συγκεκριμένες.
Σύμφωνα με τους Γερμανούς, ή ελληνική κυβέρνηση ή θα υποχωρήσει στις παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ ή πάμε σε ένα σκληρότερο ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Από την άλλη πλευρά, εντός συνόρων, υπουργοί της κυβέρνησης δίνουν μία διαφορετική εικόνα, τονίζοντας ότι η αξιολόγηση μπορεί να κλείσει στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου και μάλιστα χωρίς επιπλέον μέτρα.
Τι συμβαίνει πραγματικά και ποια είναι αυτά τα μέτρα στα οποία επιμένει το Ταμείο; Τους τελευταίους μήνες πρώτα μέσω διαρροών και στην συνέχεια μέσω δηλώσεων, ή δημοσιευμένων άρθρων, τα στελέχη του Ταμείου, έχουν ζητήσει την μείωση του αφορολόγητου και νέο «κούρεμα» στις συντάξεις.
Ντάισελμπλουμ: Μπορεί να γίνουν περισσότερα για το χρέος αν χρειαστεί
Από την πλευρά των δανειστών, ο Πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, εκτίμησε ότι η Ελλάδα κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Σε συνέντευξή του που παραχώρησε στη βελγική εφημερίδα «L’ Echo», επεσήμανε ότι η χώρα εδώ και συνεχόμενα τρίμηνα σημειώνει ανάπτυξη, έχει ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού, ενώ με τις δράσεις της, αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των υπολοίπων κρατών-μελών.
Ανησυχία του, είναι το κατά πόσο θα διαρκέσει η πολιτική σταθερότητα, η οποία είναι απαραίτητη για την ομαλή υλοποίηση του μνημονίου. Ο ίδιος, παρακολουθεί τις αναφορές στα ελληνικά μέσα για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Σε ερώτηση σχετικά με το ελληνικό χρέος, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο, να γίνουν περισσότερα.
Όλα τα μέτρα που βρίσκονται στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης
Πρώτα στην λίστα είναι τα θέματα που ήδη προβλέπονται στο μνημόνιο, όπως οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Ο συνδικαλιστικός νόμος, οι ομαδικές απολύσεις και συλλογικές διαπραγματεύσεις βρίσκονται στο προσκήνιο.
Ακλουθούν τα Ενεργειακά, οι ιδιωτικοποιήσεις και το τελευταίο και ίσως σημαντικότερο κεφάλαιο να είναι αυτό των δημοσιονομικών. Με το τελευταίο να αφορά το αποτέλεσμα από τα έσοδα και τα έξοδα του Δημοσίου, υπάρχουν πολλές προτάσεις στο τραπέζι. Το μεγαλύτερο «αγκάθι» αφορά τα δημοσιονομικά και το ότι το ΔΝΤ, εκτιμά ότι τα μέτρα που ήδη προβλέπονται θα φέρουν πρωτογενές πλεόνασμα μόνο 1,5%, άρα η ελληνική Οικονομία δεν θα επιτύχει τον φιλόδοξο στόχο του 3,5% για τα έτη από το 2018 και μετά. Αυτή η εκτίμηση είναι ίσως και το μεγαλύτερο πρόβλημα στην επίτευξη συνολικής συμφωνίας στην διαπραγμάτευση, καθώς το Ταμείο θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να επιβληθούν νέα μέτρα, που θα επιβαρύνουν τους Έλληνες πολίτες με 4,5 δις ευρώ.
Τα πιο σημαντικά μέτρα που έχουν πέσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση είναι:
Νυστέρι στο αφορολόγητο
Οι δανειστές επιμένουν σε σημαντική μείωση του αφορολόγητου ορίου από το 2018 ώστε να φτάσουμε τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Όμως τι σημαίνει αυτό και γιατί το ζητούν οι δανειστές; Μείωση του ορίου σημαίνει ότι περισσότεροι φορολογούμενοι, αντί να παίρνουν επιστροφή, θα αρχίσουν να πληρώνουν φόρο κάθε χρόνο!
Η λογική των δανειστών, είναι ότι σήμερα, πάνω από τους μισούς φορολογούμενους (52%) δεν πληρώνουν φόρο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι 8%. Αν και τα εισοδήματα στην Ελλάδα έχουν καταρρεύσει, μέσα στην καταστροφική περίοδο των μνημονίων, το πιο πιθανό σενάριο, προβλέπει διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Αποτέλεσμα, ακόμα και όσοι έχουν τον κατώτατο μισθό κάθε μήνα (586 ευρώ) να χρειάζεται να πληρώνουν φόρο.
Κίνδυνος για τους φορολογούμενους που μέχρι τώρα δεν πλήρωναν φόρο είναι και το τεκμαρτό εισόδημα που μπορεί πολύ εύκολα να τους ανεβάσει πάνω από το αφορολόγητο.
Με την μείωση του αφορολόγητου να θεωρείται πλέον το βασικό σενάριο, στο παζάρι με τους δανειστές, θα πέσουν μειώσεις του αφορολόγητου στα 7.000 ευρώ ή ακόμα και στα 6.000 ευρώ! Σενάρια για αφορολόγητο στα 3.500 ευρώ ή ακόμα και πλήρης κατάργηση του, διαψεύδονται από πηγές κοντά στις εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση, το πεδίο των νέων μέτρων θα ξεκαθαρίσει με την επιστροφή των επικεφαλής διαπραγματευτών, των Θεσμών, που αναμένεται εντός του μήνα.
Το τέλος των φοροαπαλλαγών
Με πρώτο το ΔΝΤ, οι δανειστές έχουν βάλει στο μάτι τις φοροαπαλλαγές! Μετά το πρώτο ξεκαθάρισμα, στόχος τους είναι η κατάργηση και των τελευταίων στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων. Πρώτα στη λίστα τους, είναι η κατάργηση της έκπτωσης 1,5% (παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών) ακόμα και της έκπτωσης για τα ιατρικά έξοδα!
Κύμα ανατιμήσεων στην αγορά, με νέα αύξηση του ΦΠΑ
Μετά την αύξηση του ανώτερου συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24%, οι δανειστές θέλουν να ανεβάσουν ακόμα περισσότερο τις τιμές στην αγορά και μάλιστα σε ήδη πρώτης ανάγκης! Στο τραπέζι φέρεται να έχει πέσει η αύξηση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 14%.
Αυτό ο συντελεστής, περιλαμβάνει απαραίτητα προϊόντα όπως τα νωπά τρόφιμα, το ηλεκτρικό ρεύμα και το νερό. Εκτός από τις δυσκολίες που θα έφερνε μία τέτοια αύξηση στον μέσο καταναλωτή, την ίδια στιγμή, λειτουργεί αρνητικά και στον Τουρισμό. Αυτό γιατί στον μεσαίο συντελεστή, υπάγονται και οι διανυκτερεύσεις των ξενοδοχείων. Μία ενδεχόμενη αύξηση των τιμών, θα έκανε το ελληνικό τουριστικό προϊόν, λιγότερο ανταγωνιστικό.
Έρχεται νέος φόρος στον πλούτο;
Ένας νέος φόρος πλούτου, δεν βρίσκεται στην διαπραγμάτευση με τους δανειστές, αλλά το θέμα επανήλθε στις συζητήσεις μετά την υπογραφή της απόφασης για την ένταξη του έργου του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και το ΕΣΠΑ.
Από την στιγμή που θα υπάρχει μία πλήρεις εικόνα για το τι και πόσα έχει ο καθένας, αν δυσκολέψουν τα πράγματα στα δημοσιονομικά, ένας φόρος στους πλούσιους θα ήταν πολύ ευκολότερος. Το περιουσιολόγιο θα δώσει την δυνατότητα, για έναν φόρο που πολιτικά θα στοιχήσει λίγο σε όποια κυβέρνηση τον επιβάλει, γιατί θα επιβάλλονταν μόνο στους πλουσιότερους.
Δίκαιο ερώτημα είναι το ποιος θεωρείται πλούσιος και ποιος μεσαία τάξη, στα χρόνια των μνημονίων. Αυτή θα είναι η εφεδρεία της κυβέρνησης για τις πιθανές μελλοντικές δημοσιονομικές ανάγκες. Από την άλλη πλευρά, είναι ξεκάθαρο ότι η επιβολή ενός τέτοιου φόρου, θα προκαλέσει μεγάλο πλήγμα στην επενδυτική ελκυστικότητα της χώρας, όπως είχε συμβεί και στη Γαλλία.