Ισχυρή «ψήφο εμπιστοσύνης» στην προοπτική να αρχίσει να ξεφεύγει η χώρα μας από το επενδυτικό τέλμα των τελευταίων ετών έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις Φθινοπωρινές Προβλέψεις της.
Η Κομισιόν προβλέπει ότι η Ελλάδα θα έχει για πρώτη φορά μετά την κρίση διψήφιο ποσοστό αύξησης του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, δηλαδή των επενδύσεων, τόσο φέτος όσο και το 2020. Μάλιστα, για τη φετινή χρονιά εμφανίζεται πιο αισιόδοξη από την κυβέρνηση.
Ωστόσο, η Ελλάδα έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της, ώσπου να καλύψει το επενδυτικό κενό, το οποίο φθάνει τα 99 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την τελευταία αναλυτική μελέτη της PwC που δημοσιεύθηκε πέρυσι.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 10,1% φέτος, έναντι εκτίμησης για αύξηση 8,8% στο προσχέδιο προϋπολογισμού του 2020. Ακόμα πιο ισχυρή τόνωση των επενδύσεων, που θα φθάσει το 12,5%, περιμένει η Κομισιόν για την προσεχή χρονιά, ενώ το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει αύξηση κατά 13,4%.
Η δραστική βελτίωση του οικονομικού κλίματος μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου και η φιλοεπενδυτική πολιτική που άρχισε να εφαρμόζει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη οδήγησαν την Επιτροπή σε ανοδική αναθεώρηση της πρόβλεψής της για το 2020.
Την περασμένη άνοιξη η Κομισιόν θεωρούσε ότι οι επενδύσεις θα τονωθούν κατά 10,8% το επόμενο έτος, ενώ στις προβλέψεις που ανακοίνωσε την περασμένη Πέμπτη έχει ανεβάσει τον πήχη στο 12,5%.
Όπως επισημαίνεται στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις, «η αλλαγή της σύνθεσης των φορολογικών εσόδων προς λιγότερους φόρους που προκαλούν στρεβλώσεις συνοδεύεται από μέτρα κοινωνικής πολιτικής και αναμένεται να στηρίξει τις επενδύσεις και την αύξηση της απασχόλησης».
Παρόλα αυτά, είναι σαφές ότι η Ελλάδα ξεκινά από πολύ χαμηλή αφετηρία: το ύψος του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου ανήλθε πέρυσι μόλις στα 21,292 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), μειωμένο κατά 12,2% συγκριτικά με το 2017. Δηλαδή, ήταν σχεδόν το 1/3 σε σχέση με το 2007, προτού ξεσπάσει η κρίση.
Ουσιαστικά οι επενδύσεις έχουν κατρακυλήσει στα επίπεδα του μακρινού 1996 και οι προκλήσεις οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα σε ένα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον είναι πολλές. Αυτός είναι, προφανώς, ο λόγος που η Επιτροπή είναι συγκρατημένη για το 2021, προβλέποντας αύξηση των επενδύσεων κατά 8,1%.
Οι απογοητευτικές επιδόσεις των τελευταίων ετών στον τομέα των επενδύσεων είναι ένας από τους βασικούς λόγους για την καθήλωση της ελληνικής οικονομίας σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο προϋπολογισμός του 2019, που συντάχθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, προέβλεπε για φέτος αύξηση των επενδύσεων κατά 11,9% και ανάπτυξη 2,5%.
Οι Φθινοπωρινές Προβλέψεις της Κομισιόν κάνουν λόγο για ενίσχυση των επενδύσεων κατά 10,1% και ανάπτυξη μόλις 1,8%, ενώ το προσχέδιο προϋπολογισμού του 2020 εκτιμά ότι ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου θα ενισχυθεί το 2019 κατά 8,8% και το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2%.
Τα στοιχεία αυτά δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την ανάγκη να διπλασιαστεί ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων στη χώρα μας. Η σχετική μελέτη της PwC, με τίτλο «Από την ύφεση στην ανάκαμψη: Πολιτικές διευκόλυνσης επενδύσεων», επισήμανε ότι οι ετήσιες επενδύσεις θα έπρεπε να ενισχυθούν κατά 21%-22%, ώστε η οικονομία να εμφανίσει ανάπτυξη 4% ετησίως. Η PwC διαπίστωσε ακόμα ότι η συρρίκνωση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2016 απομάκρυνε την Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο επενδυτικό κενό συνολικού ύψους 99 δισ. ευρώ.
«Η βάση εκκίνησης είναι πολύ χαμηλή. Το επενδυτικό κενό είναι δυσθεώρητο, με τις επενδύσεις να είναι κάτω από το μισό του μέσου όρου της Ευρώπης. Χωρίς τη στροφή σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο με επενδύσεις και εξαγωγές, η ενίσχυση των ρυθμών μεγέθυνσης θα είναι παροδική», τόνισε πριν από λίγες ημέρες ο Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) καθηγητής Νίκος Βέττας, παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία.
Η πορεία του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου την περίοδο 2007-2020
Ποσά σε δισ. ευρώ Ετήσια μεταβολή (σε σταθερές τιμές 2010)
2007: 61,620 +15.9%
2008: 57,187 -7.2%
2009: 49,220 -13,9%
2010: 39,698 -19,3%
2011: 31,561 -20,5%
2012: 24,158 -23,5%
2013: 22,122 -8,4%
2014: 21,087 -4,7%
2015: 21,229 +0,7%
2016: 22,238 +4,7%
2017: 24,256 +9,1%
2018: 21,292 -12,2%
2019: – +10,1%*
2020: – +12,5%*
Πηγές: Τα ποσά σε δισ. ευρώ και η ετήσια μεταβολή για τα έτη 2007 έως 2018 προέρχονται από την τελευταία έκδοση της ΕΛΣΤΑΤ «Η Ελληνική Οικονομία» (8/11/2019).
Η εκτίμηση για την ετήσια μεταβολή του 2019 και η πρόβλεψη για το 2020 προέρχονται από τις Φθινοπωρινές Προβλέψεις που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την περασμένη Πέμπτη.