Δύο σημαντικοί φορείς, ο ένας οικονομικός – επιχειρηματικός και ο άλλος εκπαιδευτικός, συμπληρώνουν φέτος εκατό χρόνια παρουσίας στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Πρόκειται για το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (Ε.Β.Ε.Α.) και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ο.Π.Α., πρώην Α.Σ.Ο.Ε.Ε.). Αυτοί οι φορείς ιδρύθηκαν στην Αθήνα πριν από εκατό χρόνια, συγκεκριμένα το 1919, μια περίοδος τεταμένη, αλλά και με μεγάλες προσδοκίες για την Ελλάδα και το μέλλον της.
Του Γιώργου Κωνσταντινίδη*
Βέβαια ο κάθε φορέας, με τη δική του αξιόλογη πορεία και προσφορά, έχει σηματοδοτήσει την ιστορία της χώρας μας, ενώ στις μέρες μας και οι δύο παρέχουν σημαντικότατες υπηρεσίες υψηλού επιπέδου σε διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα Επιμελητήρια και τα Πανεπιστήμια αποτελούν κύριες συνισταμένες της ανάπτυξης και της προόδου της οικονομίας και της κοινωνίας αντίστοιχα σε κάθε πολιτισμένο κράτος.
Έτσι και στην Ελλάδα το Ε.Β.Ε.Α. συνιστά το μεγαλύτερο σε αριθμό μελών – επιχειρήσεων επιμελητήριο της χώρας μας, τη «ναυαρχίδα» των επιμελητηρίων, βασικό φορέα των εργοδοτών, θεσμοθετημένο σύμβουλο της πολιτείας για ζητήματα που άπτονται της επιχειρηματικότητας και γενικότερα της οικονομικής ανάπτυξης.
Με τις δράση του στηρίζει τους επιχειρηματίες και τις επιχειρήσεις τους, συμβάλλει στην πολύπλευρη ενημέρωση, στην εξωστρέφεια των εταιρειών και στην κατάρτιση των εργοδοτών σε ποικίλα θέματα που τους ενδιαφέρουν.
Από την άλλη πλευρά το Ο.Π.Α. συνίσταται σε ένα από τα παλαιότερα ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας, πόλο σύνδεσης της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης με την οικονομία, την αγορά και την κοινωνία, ερευνητικό κέντρο και φορέα καινοτομίας.
Διαχρονικά έχει επιτελέσει και επιτελεί καθοριστικό ακαδημαϊκό έργο και οι απόφοιτοί του αναδεικνύονται στους αντιπροσωπευτικούς πρεσβευτές του στην οικονομία και στην κοινωνία τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.
Το ερευνητικό έργο που επιτελείται στο Ο.Π.Α. θεωρείται υψηλού επιπέδου. Τα ερευνητικά αποτελέσματα και οι επιστημονικές δημοσιεύσεις του διδακτικού του προσωπικού αλλά και ορισμένων αποφοίτων του που διαπρέπουν στον ακαδημαϊκό στίβο, κρίνονται διεθνώς αναγνωρισμένες και κάποιες έχουν διακριθεί ακαδημαϊκά.
Συμπερασματικά, δημόσιοι φορείς, όπως οι δύο προαναφερθέντες, συμβάλλουν διαχρονικά στη διαμόρφωση ενός προσφορότερου οικονομικού κλίματος και στην ανάπτυξη της Ελλάδας, πρωτοπορώντας σε πολλά και διαφορετικά θέματα που απασχολούν τις επιχειρήσεις και τους νέους ανθρώπους, που αποτελούν το μέλλον αυτού του τόπου.
Ωφέλιμο θα ήταν, επομένως, το επίσημο κράτος και οι κυβερνώντες να δώσουν ακόμη περισσότερη προτεραιότητα σε αυτούς τους δύο φορείς (επιμελητήρια και πανεπιστήμια), υποστηρίζοντας το εποικοδομητικό και κοινωνικό έργο τους, συνδράμοντας, παράλληλα στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν για την τόνωση της επιχειρηματικότητας και ειδικά της νεανικής και νεοφυούς επιχειρηματικότητας.
Ας προσπαθήσουμε ως συντεταγμένη πολιτεία να ανατάξουμε την βαθιά ταλαιπωρημένη οικονομία μας και να δώσουμε προβάδισμα σε δράσεις και «έξυπνες» αποφάσεις και ενέργειες τόσο των επιμελητηρίων, όσο και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι.) της χώρας που θα οδηγήσουν σε ταχεία επανεκκίνηση της οικονομίας μας και σε δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, που τις έχουμε τόσο πολύ ανάγκη.
Ίσως έτσι καταφέρουμε να περιορίσουμε, ως ένα βαθμό, τη διαρροή εγκεφάλων που εντάθηκε στα χρόνια των μνημονίων και μπορέσουμε να επαναφέρουμε στην πατρίδα μας ορισμένους από τους Έλληνες επιστήμονες διαφόρων κλάδων που αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν στα χρόνια της κρίσης…
* O Γιώργος Κωνσταντινίδης είναι οικονομολόγος, διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου.