Το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel «ανακαλύπτει» μια νέα κοινωνική τάξη στην Ελλάδα -τους «working poor» ή, στα ελληνικά, τους «εργαζόμενους φτωχούς», στην Ελλάδα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Πρόκειται για μορφωμένους νέους, με σπουδές και προσόντα, με αποδοχές που φτάνουν μόνο για να καλύψουν το φαγητό τους.
Το ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού παρουσιάζει και τις ιστορίες ορισμένων τέτοιων νέων.
«Είναι η Στέλλα Αντωνίου, 24 ετών, μπαργούμαν με σπουδές στις γλώσσες και στη λογοτεχνία, ο Γιώργος Γεωργιάδης, 27 ετών, καθηγητής Αγγλικών, με 25 ώρες εργασίας την εβδομάδα, αλλά με αποδοχές 15 ωρών και ο Μάρκος Καρύδης, 30 χρονών, εργαζόμενος σε φαστφουντάδικο, με σπουδές στην Φυσική Αγωγή» γράφει το περιοδικό.
Το άρθρο, σύμφωνα με το δημοσίευμα της DW, τονίζει παράλληλα ότι το 1/3 των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κερδίζει τόσο λίγα χρήματα, που μόλις του φτάνουν για να ζήσει. «Είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Για τη δουλειά τους παίρνουν κάτω από 376 ευρώ το μήνα ή 60% λιγότερο από τον μεσαίο μισθό» λέει το δημοσίευμα, και συμπληρώνει:
«Ο κίνδυνος ακόμη και με σταθερή εργασία να συγκαταλεχτεί κάποιος ανάμεσα στους φτωχούς της Ελλάδας είναι τόσο μεγάλος, όσο πουθενά αλλού στην ΕΕ».
Το άρθρο κάνει και σύγκριση ανάμεσα στο Βερολίνο και την Αθήνα σε ότι αφορά στο κόστος ζωής. «Για παράδειγμα, στο Βερολίνο οι τιμές για προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης είναι μόλις 14,5% υψηλότερα από ότι στην Αθήνα, παρά το ότι στη γερμανική πρωτεύουσα η αγοραστική δύναμη είναι 117% μεγαλύτερη» εξηγεί το περιοδικό.
Φταίει η χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας
Σε ότι αφορά στους λόγους αυτής της εξέλιξης, ο αρθρογράφος κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας, απότοκο της δημοσιονομικής κρίσης. «Η χαλάρωση επέφερε ακριβώς το αντίθετο από το σκοπούμενο» επισημαίνει.
«Ο νομοθέτης μείωσε το κατώτατο όριο μισθού στα 586 ευρώ και παράλληλα επέτρεψε στους εργοδότες να πηγαίνουν και χαμηλότερα, όταν αυτός που ψάχνει εργασία είναι κάτω των 25. Πίσω από αυτό κρύβονταν η ελπίδα ότι έτσι θα καταπολεμούνταν η νεανική ανεργία που το 2016 άγγιξε το 47%.
Παράλληλα προέκυψε μια γενιά εργαζομένων που έκαναν σχεδόν τα πάντα γνωρίζονταν ότι εάν δεν το έκαναν αυτοί, θα το έκαναν άλλοι».
Και το άρθρο καταλήγει: «Παρόλα αυτά η μεγάλη κραυγή των εργαζομένων φτωχών δεν ακούστηκε, επειδή ειδάλλως οι ευκαιρίες για μια έστω κακοπληρωμένη δουλειά θα μειώνονταν.
Και μια κακοπληρωμένη δουλειά είναι πάντα καλύτερη από την ανεργία».