Από εχθές το μεσημέρι, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, ο ΕΦΚΑ έθεσε σε λειτουργία την ηλεκτρονική πλατφόρμα στην οποία θα δηλώνουν οι εργοδότες τους απασχολουμένους που αμείβουν με δελτίο παροχής υπηρεσιών, εφόσον αποδεχθούν να καταβάλλουν εισφορές για αυτούς.
Μάλιστα, από την εγκύκλιο που εκδόθηκε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Καθημερινής, προκύπτει ότι εργοδότης και εργαζόμενος (τα δύο αντισυμβαλλόμενα μέλη) οφείλουν να υπογράψουν σύμβαση, η οποία άμεσα πρέπει να καταχωρίζεται στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του ταμείου.
Γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την ήδη αμφισβητούμενη διαδικασία.
Αν εξαρχής ήταν δύσκολο να πιέσει ο εργαζόμενος τον εργοδότη του ώστε να αναλάβει την πληρωμή των εισφορών κατά τα 2/3, πλέον, η υποχρέωση υπογραφής σύμβασης καθιστά την όλη διαπραγμάτευση απίθανη.
Στην περίπτωση, πάντως, που οι εργοδότες αποδεχθούν να καταβάλλουν τις εισφορές που τους αναλογούν, η διαδικασία που οφείλουν να ακολουθήσουν είναι πολύπλοκη και κυρίως άκρως γραφειοκρατική. Πολλώ δε μάλλον, όταν απομένουν μόλις 3 ημέρες έως την Παρασκευή, που λήγει και η παράταση για την καταβολή των εισφορών Ιανουαρίου.
Αναλυτικά, η εγκύκλιος του ΕΦΚΑ αφορά ασφαλισμένους (παλαιούς και νέους) που προσφέρουν εργασία σε έναν ή δύο εργοδότες για την οποία έπρεπε να ασφαλιστούν στα πρώην ταμεία ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ ή ΕΤΑΠ – ΜΜΕ. Ειδικότερα, αφορά:
• Απασχολουμένους σε έναν ή έως δύο εργοδότες, οι οποίοι αμείβονται αποκλειστικά με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών (ΔΠΥ).
• Απασχολουμένους σε έναν εργοδότη ως μισθωτοί που προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλον ή άλλους –έως δύο– εργοδότες από τους οποίους αμείβονται με «μπλοκάκι».
• Απασχολουμένους σε έναν εργοδότη, στον οποίο προσφέρουν διαφορετικές υπηρεσίες μέσω ΔΠΥ.
Αν και στην πράξη όλες οι παραπάνω περιπτώσεις υποκρύπτουν την παροχή εξαρτημένης εργασίας, η οποία έπρεπε να εμπίπτει άμεσα στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ με βάση το άρθρο 38 για τη μισθωτή απασχόληση, η εγκύκλιος υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν αφορά ασφαλισμένους που παρέχουν εξαρτημένη εργασία.
Και δεν θα μπορούσε να αναφέρει κάτι άλλο, καθώς, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, πρόκειται για μια ασφαλιστική ρύθμιση που «προσκρούει» και «παρακάμπτει» την ισχύουσα εργατική νομοθεσία…
Στην εγκύκλιο δεν υπάγονται, επίσης, οι ασφαλισμένοι που προσφέρουν τις ίδιες υπηρεσίες σε έναν εργοδότη και λαμβάνουν μέρος των αποδοχών τους ως μισθωτοί και μέρος αυτών μέσω ΔΠΥ, καθώς για το σύνολο των αποδοχών θα καταβάλλονται εισφορές με βάση το άρθρο 38 (αφορά τους μισθωτούς).
Οπως δεν υπάγονται και οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή, ανεξάρτητα από τον χρόνο υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση.
Συνολικά οι εισφορές φθάνουν έως και το 38,1% (16,72% για τον εργαζόμενο και 21,38% για τον εργοδότη), οι οποίες υπολογίζονται ως εξής: 20% για τον κλάδο κύριας σύνταξης (6,67% για τον εργαζόμενο και 13,3% για τον εργοδότη), 6,45% για παροχές ασθένειας σε είδος (2,15% και 4,30%), 0,65% για παροχές ασθένειας σε χρήμα (0,40% και 0,25%), 7% για τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης (από 3,5% για εργαζομένους και εργοδότες) και 4% για τον κλάδο εφάπαξ, το οποίο καλύπτει εξ ολοκλήρου ο εργαζόμενος.
Βέβαια, ξεκαθαρίζεται ότι η υποχρέωση καταβολής εισφορών για τους κλάδους επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας (εφάπαξ) προκύπτει στις περιπτώσεις που λόγω της ιδιότητας ή της δραστηριότητας υπάρχει υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση των κλάδων αυτών.
Οι εργοδότες, εάν δεν είναι, πρέπει να απογραφούν στο Μητρώο Εργοδοτών, να υπογράψουν σύμβαση με τον «αντισυμβαλλόμενο-εργαζόμενο» με ορισμένη χρονική διάρκεια, να την υποβάλουν στον ΕΦΚΑ και στη συνέχεια να υποβάλουν ΑΠΔ όπως και για το υπόλοιπο προσωπικό.
Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι πρέπει να υπογράψουν τη σύμβαση και να κάνουν «αποδοχή» στο ενημερωτικό ηλεκτρονικό μήνυμα που θα λάβουν από τον ΕΦΚΑ, επιβεβαιώνοντας τα στοιχεία της σύμβασης.
Εάν ο εργοδότης δεν υποβάλει ΑΠΔ (που σημαίνει ότι θα έχει αρνηθεί και την υπογραφή σύμβασης), ο εργαζόμενος οφείλει να προχωρήσει σε καταγγελία.