Καμία πιθανότητα δεν υπάρχει πλέον να ολοκληρωθεί η πρώτη τιτλοποίηση κόκκινων δανείων με βάση το σχέδιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) πριν από το πρώτο τρίμηνο του 2020, αναφέρουν στο «business stories» καλά πληροφορημένες πηγές που παρακολουθούν στενά τις σχετικές διεργασίες.
Ετσι, οι ελληνικές τράπεζες θα χάσουν τη δυνατότητα να μειώσουν σημαντικά τον τεράστιο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων (έφταναν τα 81,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018) από φέτος και θα πρέπει να επιταχύνουν θεαματικά του χρόνου προκειμένου να πετύχουν τον απαιτητικό στόχο για μείωσή τους κατά 48 δισ. ευρώ έως το 2021, αναφέρει το newmoney.
Οι ίδιες πηγές κρατούν μικρό καλάθι για το ενδεχόμενο να δώσει η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp) μέσα στον επόμενο μήνα το πράσινο φως για το σχέδιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο προβλέπει τη μείωση των κόκκινων δανείων μέσω εταιρειών ειδικού σκοπού (APS) και έχει υιοθετηθεί από το υπουργείο Οικονομικών με τη συνεργασία της JP Morgan. «Ηταν καθαρή εικασία ότι η διαδικασία θα ολοκληρωθεί τον Μάιο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία. Το θέμα είναι περίπλοκο και πρέπει να βρεθεί λύση σύμφωνη με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και τους κανόνες της αγοράς, η οποία ταυτοχρόνως θα είναι ελκυστική για τις τράπεζες», επισημαίνουν χαρακτηριστικά.
Το υπουργείο Οικονομικών προώθησε το σχέδιο του ΤΧΣ στην Κομισιόν με μεγάλη καθυστέρηση πριν από ενάμιση μήνα, θεωρώντας ότι η έγκριση θα δοθεί έως το τέλος Απριλίου διότι είναι πιστή αντιγραφή του μοντέλου που εφαρμόστηκε στην Ιταλία πριν από τρία χρόνια με τις ευλογίες της DG Comp. Ωστόσο, η διαδικασία αποδεικνύεται στην πράξη πολύ πιο δύσκολη και χρονοβόρα απ’ ό,τι περίμενε το οικονομικό επιτελείο, διότι «ως συνήθως η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση», σχολιάζει κοινοτικό στέλεχος.
Το βασικό πρόβλημα στο οποίο έχει κολλήσει το σχέδιο του ΤΧΣ είναι οι εγγυήσεις που προβλέπεται ότι θα χορηγήσει το Δημόσιο ώστε να τιτλοποιηθούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνολικού ύψους έως 20 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το σχέδιο, θα δημιουργηθούν από τις τράπεζες Εταιρείες Ειδικού Σκοπού (Asset Protection Schemes, APS) που θα εκδώσουν ομόλογα χαμηλής, μεσαίας και υψηλής διαβάθμισης. Για τα ομόλογα υψηλής διαβάθμισης, τα οποία θα βαθμολογηθούν από τους οίκους αξιολόγησης, το Δημόσιο θα παράσχει εγγύηση και θα λάβει σε αντάλλαγμα ασφάλιστρο κινδύνου με τη μορφή κουπονιού, προκειμένου να μη θεωρηθούν οι εγγυήσεις κρατική ενίσχυση. Το αγκάθι όμως είναι ότι η Ελλάδα απέχει τρεις βαθμίδες από την επενδυτική κατηγορία στη βαθμολογία των οίκων αξιολόγησης. Στην Ιταλία, όπου είχε εφαρμοστεί το ίδιο μοντέλο για πρώτη φορά, τα ομόλογα αυτά είχαν επενδυτική βαθμίδα και προσιτό για τις τράπεζες επιτόκιο. Επομένως, η DG Comp δέχτηκε ότι το σχήμα δεν συνιστά κρατική ενίσχυση προς τις τράπεζες. Οσο για την ελληνική περίπτωση, η εμπλοκή θα ξεπεραστεί εάν η Κομισιόν δεχτεί να μην έχουν τα ομόλογα επενδυτική βαθμίδα, αλλά απλώς υψηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση κατά μία βαθμίδα (ΒΒ) σε σχέση με την αξιολόγηση της Ελλάδας (ΒΒ-).
Ωστόσο, ακόμα και μετά την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκτιμάται ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον 8-9 μήνες για να ολοκληρωθεί η πρώτη τιτλοποίηση, καθώς για κάθε πακέτο δανείων που θα τιτλοποιούνται θα προηγείται αξιολόγηση από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης (Fitch, Moody’s, S&P, DBRS).
Στο μεταξύ, το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει ακόμα στείλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως είχε δεσμευτεί, το σχέδιο της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) για τη μείωση των κόκκινων δανείων έως και 50%.
Η ΤτΕ απέστειλε στις υπηρεσίες του υπουργείου μελέτη της Rothschild, η οποία πιστοποιεί ότι η πρόταση μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς εκείνη του ΤΧΣ. Μάλιστα, έχει ήδη θετική αποδοχή τόσο από επενδυτικούς όσο και από οίκους αξιολόγησης. Η πρόταση της ΤτΕ αντιμετωπίζει παράλληλα το πρόβλημα των κόκκινων δανείων και του αναβαλλόμενου φόρου, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι δεν έχει ξαναδοκιμαστεί και ότι θα χρειαστεί πρόσθετες νομοθετικές παρεμβάσεις, με αποτέλεσμα να είναι εξαρχής αδύνατο να εφαρμοστεί πριν από το 2020.