Φουσκωμένα εκκαθαριστικά και μπαράζ φόρων που θα στηρίξουν τις επικοινωνιακές παροχές της κυβέρνησης καλούνται να αντιμετωπίσουν εν μέσω πένθους εκατομμύρια φορολογούμενοι.
Το β’ εξάμηνο του 2018 έχει σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να αφήνει «καθαρό διάδρομο» στον πρωθυπουργό να εξαγγείλει πανηγυρικά τον Σεπτέμβριο από τη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης μποναμά 750-800 εκατ. ευρώ που θα στηρίζεται στην υπέρβαση κατά έως 6 ή και 7 φορές και αυτού ακόμη του υπερπλεονάσματος των 107 εκατ. ευρώ για το 2018 που προβλέπει στο Μεσοπρόθεσμο (αν και η Κομισιόν ήδη το αμφισβητεί). Η λεπτομέρεια είναι ότι για να πάρουν πίσω αυτά τα λεφτά οι πολίτες θα πρέπει πρώτα να πληρώσουν πολλαπλάσια, αναφέρει το protothema.
Τα νεότερα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού προμηνύουν βεβαιώσεις φόρων 30 δισ. ευρώ στο β’ εξάμηνο της χρονιάς. Το μεγαλύτερο μέρος των φόρων αυτών όμως θα επιβληθούν από τέλη Σεπτεμβρίου έως τον Δεκέμβριο, αμέσως μετά τις τελετές για τη λήξη του 3ου μνημονίου. Μέχρι και τον Ιούνιο του 2018 εισπράχθηκαν 22,2 δισ. ευρώ.
Το β’ εξάμηνο θα είναι πιο μεγάλη η… ανηφόρα για τους φορολογουμένους, αφού πρέπει να εισπραχθούν άλλα 30 δισ. ευρώ, για να επιτευχθεί ο ετήσιος στόχος για καθαρά έσοδα 52,2 δισ. ευρώ – χωρίς να συνυπολογίζονται η τελευταία δόση ΕΝΦΙΑ (480 εκατ. ευρώ) τον Ιανουάριο του 2019 ή άλλα 14,5 δισ. ευρώ επιπλέον που θα πληρωθούν φέτος για εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία.
Ξεζούμισμα
Ολα αυτά γίνονται για να περισσέψει πρωτογενές πλεόνασμα 6,510 δισ. ευρώ φέτος, με βάση το οποίο η κυβέρνηση θα παζαρέψει με τις Βρυξέλλες και το ΔΝΤ για τις παροχές του 2019 και τυχόν άλλες εξαγγελίες της για τις συντάξεις. Ωστόσο τα στοιχεία για τις εισπράξεις φόρων το α’ εξάμηνο δεν ευνοούν τέτοιες σκέψεις. Και αυτό γιατί πολύ δύσκολα θα βγουν οι αριθμοί. Τα νέα εκκαθαριστικά δείχνουν ότι 4 στους 10 πρέπει από την Τρίτη 31 Ιουλίου (και σε 3 διμηνιαίες δόσεις) να πληρώνουν πρόσθετους φόρους εισοδήματος 1.250 ευρώ κατά μέσο όρο ο καθένας. Η κυβέρνηση μάλιστα που ανακοίνωσε φοροαπαλλαγές για τους πυρόπληκτους, αντί να τους απαλλάξει, υπολογίζει να εισπράξει τα περίπου 10 ή 15 εκατ. ευρώ φόρους (το πολύ), που εκτιμάται ότι θα αποδώσουν στο Δημόσιο για ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ και φόρους εισοδήματος, στην ανάγκη της να διασφαλίσει πρωτογενή πλεονάσματα των 6,5 δισ. ευρώ. Ανακοίνωσε δε και ειδικό πρόγραμμα είσπραξης των φόρων γι’ αυτούς, ώστε κάθε μήνα οι πυρόπληκτοι των ΔΟΥ Ελευσίνας και Παλλήνης να πληρώνουν ταυτόχρονα τρεις ή και τέσσερις φόρους μαζεμένους (εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ, ΦΜΥ και λοιπούς παρακρατούμενους φόρους) πέρα από τις εισφορές ΕΦΚΑ, τα δημοτικά τέλη και τα τέλη κυκλοφορίας με τα οποία επίσης θα έρθουν αντιμέτωποι.
Πλεονάσματα και ανάπτυξη κρίνουν τις παροχές
Ωστόσο οι προβλέψεις για τα πλεονάσματα θα περάσουν από την κρησάρα των δανειστών και μετά τις 21 Αυγούστου, οπότε η χώρα εισέρχεται στο πρόγραμμα μεταμνημονιακής εποπτείας:
■ Στις 3 Σεπτεμβρίου ανακοινώνονται τα στοιχεία του ΑΕΠ για το β’ τρίμηνο του 2018 και τότε θα κριθεί αν οι κυβερνητικές προβλέψεις για την ανάπτυξη θα πέσουν κάτω από 2% (από 2,5% που προέβλεπε πριν από έξι μήνες στον Προϋπολογισμό και ενώ η Κομισιόν μιλά για ανάπτυξη 1,9% το 2018).
■ Εως 15 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση θα υποβάλει στην Κομισιόν το προσχέδιο του νέου Προϋπολογισμού.
■ Στις 24 Σεπτεμβρίου αναμένεται ο πρώτο μεταμνημονιακός έλεγχος από το κουαρτέτο των δανειστών (Ε.Ε., ΕΚΤ, ΔΝΤ, ESM). Τότε θα εξεταστούν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προς τη Eurostat για τα δημοσιονομικά και το χρέος του 2018, αλλά και το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2019.
■ Την 1η Οκτωβρίου κατατίθεται στη Βουλή το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2019, στο οποίο αναμένεται να αποκαλυφθούν οι φοροελαφρύνσεις ύψους 750 εκατ. ευρώ, ενώ θα ξεκαθαρίσει το τοπίο με τις περικοπές στις συντάξεις.
■ Στις 21 Νοεμβρίου πρέπει να κατατεθεί στη Βουλή το τελικό σχεδίου του νέου Προϋπολογισμού, που θα αποκαλύπτει τι μέλλει γενέσθαι από 1/1/2019.
■ Στις 10 Δεκεμβρίου θα ξεκινά ο δεύτερος μεταμνημονιακός έλεγχος από τους θεσμούς για να εκταμιευθούν τα πρώτα 600 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που απέκτησαν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες και η ΕΚΤ, που συνολικά ανέρχονται σε 4,8 δισ. ευρώ – ή 1,2 δισ. σε ετήσια βάση.