Εντός της εβδομάδας αναμένεται να κλειδώσει οριστικά το θέμα του ακατάσχετου λογαριασμού για τις επιχειρήσεις, για το οποίο οι θεσμοί εμφανίζονται μεν θετικοί, αλλά όχι ακόμη απολύτως σύμφωνοι.
Η σχετική εξαγγελία που έγινε χθες από τον Πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα κατά την ομιλία του στην ΔΕΘ έχει ως βάση την αισιοδοξία που εκφράζεται από το υπουργείο οικονομικών ότι το θέμα θα κλείσει στις απευθείας διαπραγματεύσεις που ξεκινούν από αύριο στην Αθήνα.
Ως γνωστό, το νομοσχέδιο για την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που αφορά την επέκταση της χρήσης του πλαστικού χρήματος είναι έτοιμο στα βασικά του εδώ και ένα χρόνο από το ΥΠΟΙΚ.
Χρειάστηκε όμως κάποιο διάστημα για να εφοδιαστεί η αγορά με μηχανήματα υποδοχής καρτών και να πειστούν οι τράπεζες να μειώσουν κάπως τις χρεώσεις τους.
Το πραγματικό «αγκάθι» όμως ήταν το αίτημα των επιχειρήσεων, ώστε τα χρήματα από τις συναλλαγές σε πλαστικό χρήμα και ηλεκτρονική τραπεζική να κατατίθενται σε έναν ειδικό ακατάσχετο λογαριασμό από τον οποίο δεν θα μπορούσε κάποια τράπεζα να επιβάλλει την καταβολή μιας ληξιπρόθεσμης δόσης δανείου, ούτε και το δημόσιο να κάνει κατάσχεση για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Το αίτημα αυτό βασιζόταν στο γεγονός ότι η κατανάλωση έχει πέσει κατακόρυφα και μαζί και τα έσοδα των επιχειρήσεων.
Όσο το χρήμα εισπράττονταν σε φυσική μορφή με κάποιες χρονικές καθυστερήσεις οι επιχειρήσεις κάλυπταν υποχρεώσεις και λειτουργικά έξοδα.
Με το πλαστικό χρήμα όμως η κατάθεση γίνεται στην τράπεζα και είναι διαθέσιμη στο σύνολό της για άμεσες κατασχέσεις ποσών που μοιραία θα οδηγούσαν σε κλείσιμο πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Όπως ήταν αναμενόμενο οι δανειστές στην αρχή ήταν εντελώς αρνητικοί για το θέμα, θεωρώντας το ως εξαίρεση που θα επηρέαζε τα έσοδα.
Άρχισαν να το ξανασκέπτονται όταν το υπουργείο οικονομικών και ΕΣΣΕ συζήτησαν και συμφώνησαν σε έναν… μερικώς ακατάσχετο λογαριασμό. Ένα λογαριασμό δηλαδή στον οποίο τα χρήματα που κατατίθενται θα είναι σε ποσοστό τουλάχιστον 50% προστατευμένα από κατασχέσεις.
Το θέμα θα συζητηθεί στην Αθήνα με την προσπάθεια από πλευράς του υπουργείου οικονομικών, για τις μικρές επιχειρήσεις, το ποσοστό να μεγαλώσει στην τελική του μορφή.
Το κλείσιμο του «ακατάσχετου» λογαριασμού θα δρομολογήσει και την κατάθεση του νομοσχεδίου για το πλαστικό χρήμα, που θα συνδέει τις ηλεκτρονικές δαπάνες με την κατοχύρωση του αφορολόγητου για μισθωτούς και συνταξιούχους.
Ειδικότερα η παροχή της έκπτωσης φόρου σε μισθωτούς και συνταξιούχους,θα γίνεται μόνο εφόσον όταν ένα μέρος του εισοδήματός τους, θα δαπανάται με τη χρήση πλαστικού χρήματος.
Για εισόδημα έως 10.000 ευρώ, το ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με πλαστικό χρήμα θα είναι 10%.
Για εισόδημα από 10.001 έως 20.000 ευρώ, το ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με κάρτα θα είναι 15%.
Για εισόδημα από 20.001 ευρώ έως 40.000 ευρώ, το ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με κάρτα θα είναι 20%.
Για εισόδημα από 40.001 ευρώ και πάνω, η ελάχιστη δαπάνη με πλαστικό χρήμα θα είναι 30%.
Για το ποσό που θα λείπει από τον φορολογούμενο, θα καταβάλλεται πρόσθετος φόρος 22%.
Στο ίδιο νομοσχέδιο θα περιλαμβάνονται και δύο άλλα θέματα τα οποία επίσης θα τεθούν υπ’ όψιν των θεσμών.
Η οικειοθελής αποκάλυψη μη δηλωθέντων εισοδημάτων. Και αυτό το νομοσχέδιο παραμένει στα βασικά του, όπως έχει διαμορφωθεί από την αρχή του χρόνου, δηλαδή θα προβλέπει μια περίοδο στην οποία όποιος έχει αδήλωτα εισοδήματα θα μπορεί να τα δηλώνει και να πληρώνει φόρο 40% ( αν αποκτήθηκαν ως το 2009 ) και 42 % για αυτά που αποκτήθηκαν αργότερα.
Θα προβλέπεται επίσης η δημιουργία ενός ειδικού μητρώου στο οποίο όλοι οι ιδιοκτήτες θα δηλώσουν τα ακίνητα που εκμισθώνουν μέσω airbnb αλλά και σε άλλες διαδικτυακές πλατφόρμες (Homeaway, Flipkey, Housetrip) ενοικίασης κατοικιών και θα λάβουν ειδικό κωδικό.
Τον κωδικό αυτό θα χρησιμοποιούν σε κάθε αγγελία που αναρτούν στις διαδικτυακές πλατφόρμες. Εφόσον υπάρξει ενδιαφέρον και ενοικίαση του ακινήτου, η εταιρεία θα αποστέλλει τα στοιχεία της συναλλαγής στο υπουργείο Οικονομικών.
Το ποσό που θα αποκομίζει κάθε ιδιοκτήτης θα φορολογείται με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από ενοίκια, δηλαδή με συντελεστές 15% και 35% ανάλογα με το ύψος των εισοδημάτων.