Το μέτρο αυτό, ήταν αντικείμενο επεξεργασίας από το οικονομικό επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας εδώ και περίπου έναν χρόνο. Το οικονομικό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη αναζητούσε έναν τρόπο προκειμένου, αφενός, να ανεβάσει στροφές η οικοδομική δραστηριότητα που έχει ιδιαίτερη συμβολή στην ελληνική οικονομία και αφετέρου να δώσει ένα γερό επενδυτικό κίνητρο στην μεσαία ελληνική τάξη η οποία ανέκαθεν αποταμίευε τους κόπους της σε ακίνητα, είτε οικοδομώντας, είτε αγοράζοντάς τα. Είναι αυτή η μεσαία τάξη, όπως λένε εκπρόσωποι φορέων της κτηματαγοράς που κατά τα χρόνια της κρίσης είδαν την ακίνητη περιουσία τους να υπερφορολογείται, να απαξιώνεται λόγω των πολλαπλών φόρων και κρίσης και να αποφέρει λόγω της κατάρρευσης των μισθωμάτων μόνο ένα κλάσμα του εισοδήματος που απέφερε στο παρελθόν, αναφερει το capital.gr.
Το μέτρο είναι πολύ απλό στη σύλληψή του αλλά ταυτόχρονα πολύ θετικό για την οικονομία, για τους ιδιοκτήτες και τα κρατικά ταμεία. Όποιος ιδιοκτήτης προχωρά σε δαπάνες ενεργειακής, λειτουργικής ή αισθητικής αναβάθμισης κάποιου ακινήτου του, είτε κατοικίας είτε επαγγελματικού, και λαμβάνει φορολογικά στοιχεία για αυτές, τότε έως και το 50% της σχετικής δαπάνης θα μειώνει τον φόρο εισοδήματος του ιδιοκτήτη ή αν δεν προκύπτει φόρος εισοδήματος, τον ΕΝΦΙΑ.
Εκ πρώτης ανάγνωσης μπορεί το συγκεκριμένο μέτρο να φαντάζει δημοσιονομικά βαρύ. Στην ουσία, όπως εξηγεί πηγή που συμμετείχε στον σχεδιασμό του, το μέτρο είναι δημοσιονομικά αυτοχρηματοδοτούμενο. Για να δοθεί η έκπτωση φόρου θα πρέπει ο ιδιοκτήτης να ζητήσει και να λάβει φορολογικά παραστατικά, όπως αποδείξεις και τιμολόγια, από τους τεχνικούς που θα πραγματοποιήσουν τις σχετικές εργασίες καθώς και από τις επιχειρήσεις που θα προμηθευτεί τα οικοδομικά υλικά. Με δεδομένο ότι σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για αναβάθμιση ακινήτων γίνεται εκτός φορολογικού συστήματος, δηλαδή χωρίς την έκδοση αποδείξεων και τιμολογίων. Όταν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου ζητά απόδειξη για τις δαπάνες που πραγματοποιεί τότε ο τεχνίτης της οικοδομής του ζητά τουλάχιστον τον ΦΠΑ 24% ο οποίος αναλογεί στη δαπάνη. Και λέμε τουλάχιστον διότι κάποιες φορές απαιτείται η χρέωση και επιπλέον ποσού το οποίο αφορά στον φόρο εισοδήματος του τεχνίτη.
Η φορολογική έκπτωση για τις δαπάνες ανακαίνισης ακινήτων ουσιαστικά υπερκαλύπτει ακόμη και την περίπτωση που ζητηθεί από τον ιδιοκτήτη ακόμη και 50% “καπέλο” στο κόστος της συναλλαγής. Δηλαδή, ο ιδιοκτήτης θα όφελος από την έκδοση απόδειξης ακόμη και αν του ζητηθεί σημαντικά υψηλότερο ποσό. Για παράδειγμα, ένας ιδιοκτήτης πραγματοποιεί δαπάνες αναβάθμισης της κατοικίας του ύψους 10.000 ευρώ. Ζητά απόδειξη από τους τεχνίτες και αυτοί του απαιτούν την πληρωμή ΦΠΑ 24%, δηλαδή καταβάλλει συνολικά το ποσό των 12.400 ευρώ. Για την έκδοση της απόδειξης θα έχει μια επιβάρυνση της τάξης των 2.400 ευρώ που είναι ο ΦΠΑ που αναλογεί στις εργασίες. Θα έχει όμως συνολική έκπτωση τουλάχιστον 40%, δηλαδή θα γλιτώσει από τον φόρο εισοδήματος ή τον ΕΝΦΙΑ το ποσό των 4.960 ευρώ. Το καθαρό όφελός του, αν αφαιρεθεί το ποσό του ΦΠΑ, θα είναι 2.560 ευρώ. Ακόμη και αν του ζητηθεί από τους τεχνίτες το ποσό επιπλέον 50% θα έχει όφελος. Συγκεκριμένα θα κληθεί να πληρώσει 15.000 ευρώ. Θα έχει έκπτωση 40%, δηλαδή 6.000 ευρώ και έτσι θα βγει κερδισμένος κατά 1.000 ευρώ. Κερδισμένο θα είναι και το δημόσιο καθώς ενώ θα δίνει έκπτωσης 40-50% για τις δαπάνες με παραστατικά θα εισπράττει 24% ΦΠΑ αλλά και φόρο εισοδήματος από τους τεχνίτες της οικοδομής που θα δηλώνουν υψηλότερο εισόδημα. Παράλληλα, το δημόσιο θα έχει όφελος από τον περιορισμό της παραοικονομίας καθώς θα μπορεί να διαθέτει με πιο δίκαιο τρόπο τα διάφορα κοινωνικά δικαιώματα που πολλές φορές πηγαίνουν και σε επαγγελματίες οι οποίοι εργάζονται δηλώνοντας ελάχιστα σε σχέση με το πραγματικό τους εισόδημα, παρέχοντας όμως παράλληλα έκπτωση στους πελάτες τους όταν πληρώνουν μετρητά χωρίς αποδείξεις και τιμολόγια.