Η υπογονιμότητα δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο των γυναικών που έχουν περάσει τα 35 τους χρόνια, αλλά μπορεί να εκδηλωθεί πολύ νωρίτερα – ακόμα και σε 20χρονα κορίτσια.
Αν και η ηλικία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνισή της, υπολογίζεται ότι τουλάχιστον μία στις δέκα παντρεμένες γυναίκες ηλικίας κάτω των 29 ετών δεν κατορθώνουν να αποκτήσουν παιδί έπειτα από ένα χρόνο προσπάθειας.
«Οι ηλικίες 20-29 ετών θεωρούνται ιδανικές για την επίτευξη μιας εγκυμοσύνης, επειδή τα ωάρια γενικά έχουν καλή ποιότητα και έτσι οι πιθανότητες εγκυμοσύνης σε κάθε μήνα προσπάθειας φθάνουν το 20-25%», λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ (www.gynecologie.gr). «Ωστόσο κανείς δεν έχει “ανοσία” στην υπογονιμότητα και, όσο καλής ποιότητας κι αν είναι τα ωάρια, μπορεί να υπάρχουν άλλες αιτίες που να οδηγούν στην υπογονιμότητα».
Οι αιτίες αυτές μπορεί να είναι πολλές και διαφορετικές, αλλά οι πιο χαρακτηριστικές στις νέες γυναίκες είναι οι εξής, προσθέτει:
* Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Παρατηρείται στο 10-15% των γυναικών και συνήθως εκδηλώνεται στην εφηβεία, αν και μπορεί να εμφανιστεί και αργότερα στη ζωή. Προκαλεί ασταθή εμμηνόρροια, υπερπαραγωγή ανδρογόνων (είναι οι ορμόνες του ανδρικού φύλου) ή/και πολλές κύστεις στις ωοθήκες, ενώ αποτελεί την πιο συχνή αιτία υπογονιμότητας στις γυναίκες.
«Το συχνότερο πρόβλημα γονιμότητας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με το σύνδρομο είναι η διαταραχή της ωοθυλακιορρηξίας, η οποία αντιμετωπίζεται κυρίως με φαρμακευτικά μέσα», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Εναλλακτικά, πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας μπορεί να γίνει και μετά από drilling των ωοθηκών, μια χειρουργική επέμβαση η οποία γίνεται λαπαροσκοπικά με πολύ καλά αποτελέσματα. Αν αυτές οι επιλογές δεν επιτύχουν, το ζευγάρι μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης».
* Ενδομητρίωση. Αποτελεί μία από τις συχνότερες αιτίες υπογονιμότητας, καθώς ποσοστό έως και 50% των υπογόνιμων γυναικών πάσχουν από αυτήν. Υπολογίζεται ότι την εκδηλώνει το 5-10% των νεαρών γυναικών (τα δύο τρίτα των κρουσμάτων εκδηλώνονται σε γυναίκες ηλικίας 20-35 ετών), οι τέσσερις στις δέκα από τις οποίες εκδηλώνουν εξαιτίας της υπογονιμότητα.
«Η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η διαταραχή της ανατομίας της πυέλου, οι συμφύσεις, η δημιουργία ουλών στις σάλπιγγες, η φλεγμονή των πυελικών δομών και η διαταραχή της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος.
* Σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα. Πολλά νοσήματα που μεταδίδονται με το σεξ μπορεί να μην προκαλούν συμπτώματα και έτσι να μείνουν αδιάγνωστα, προκαλώντας με το πέρασμα του χρόνου επιπλοκές οι οποίες οδηγούν στην υπογονιμότητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα χλαμύδια, τα οποία είναι η συχνότερη βακτηριακή σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη. Στις γυναίκες τα χλαμύδια μπορεί να εξαπλωθούν στη μήτρα και τις σάλπιγγες, προκαλώντας φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, η οποία συχνά είναι ασυμπτωματική και μπορεί να προκαλέσει μόνιμες βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα και να οδηγήσει σε χρόνιο πυελικό άλγος, αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης και έκτοπη εγκυμοσύνη.
Μπορεί επίσης να υπάρξει σαλπιγγίτιδα.
«Ο κίνδυνος υπογονιμότητας είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνιστάται σε όλες τις σεξουαλικά ενεργές γυναίκες να κάνουν τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο γυναικολογικό έλεγχο, ο οποίος συμπεριλαμβάνει το ετήσιο τεστ Παπανικολάου, αλλά και μία σειρά επιπλέον εξετάσεων για μία συνολική γυναικολογική εκτίμηση. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει ιδανικά να πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά έναν χρόνο μετά την έναρξη των σεξουαλικών επαφών», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
* Πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια. Μία γυναίκα στις 250 γυναίκες ηλικίας κάτω των 30 ετών εκδηλώνει πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια, κατά την οποία εξαντλούνται ή υπολειτουργούν τα ωοθυλάκιά της. Στο 80-90% των περιπτώσεων η αιτία της ωοθηκικής ανεπάρκειας είναι άγνωστη και έτσι χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής, ενώ στις υπόλοιπες μπορεί να παίζουν ρόλο χρωμοσωμικές ανωμαλίες, να είναι απόρροια χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας για καρκίνο ή να σχετίζεται με πολλαπλές ενδοκρινικές παθήσεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις η αιτία είναι εγχειρήσεις στην πυελική χώρα ή λοιμώδη νοσήματα (π.χ. παρωτίτιδα).
«Η γονιμότητα των γυναικών με πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια ενδέχεται να διατηρηθεί ακόμα κι αν η γυναίκα διαθέτει λίγα μόνο λειτουργικά ωοθυλάκια, αλλά αυτό συνήθως επιτυγχάνεται με φυσικό τρόπο μόνο στο 10% των περιπτώσεων. Οι υπόλοιπες γυναίκες μπορεί να χρειασθούν εξωσωματική με δωρεά ωαρίων. Αν όμως η ανεπάρκεια είναι ιατρικής αιτιολογίας (π.χ. σε επικείμενη θεραπεία για καρκίνο), μία λύση που προτείνεται είναι η κατάψυξη ωαρίων», λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
* Προβλήματα στις σάλπιγγες. Οι λοιμώξεις της πυέλου, τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, οι εγχειρήσεις στην πύελο αλλά και βαριές καταστάσεις, όπως η περιτονίτιδα, μπορεί να δημιουργήσουν συμφύσεις (δημιουργία ουλώδους ιστού) και ελαττωματική λειτουργία των σαλπίγγων. Επιπλέον, η εισβολή βακτηρίων και ιών μπορεί να προκαλέσει διάφορες φλεγμονές, όπως η σαλπιγγίτιδα, που μπορεί να συνοδεύεται από συλλογή υγρού ή/και πύου.
Τα προβλήματα αυτά έχουν ως συνέπεια να καταστρέφονται τα τριχίδια των σαλπίγγων που είναι υπεύθυνα για τη μεταφορά του ωαρίου και του εμβρύου μετά τη γονιμοποίηση, με συνέπεια να διαταράσσεται η γονιμότητα.
Πότε να πάτε στον γιατρό
Αν και παραδοσιακά συνιστάται στις γυναίκες να απευθύνονται στον γιατρό όταν δεν κατορθώνουν να πετύχουν εγκυμοσύνη μέσα σε έναν χρόνο, οι πολύ νέες γυναίκες καλό θα ήταν να ζητήσουν μια ιατρική γνώμη νωρίτερα, πιθανώς στο εξάμηνο, συνιστά ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Όσες εξάλλου δουν την περίοδό τους να σταματά εντελώς για τρεις συνεχόμενους μήνες χωρίς να είναι έγκυοι ή να θηλάζουν, ή έχουν κύκλο μεγαλύτερο από 35 ημέρες, καλό είναι να συμβουλευτούν αμέσως τον γυναικολόγο τους.