Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι ο πλέον επιβαρυντικός παράγοντας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, και όσες περισσότερες προτάσεις για την αντιμετώπισή του τίθενται υπό εξέταση, τόσο το καλύτερο, τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Μάρτιν Τσούρντα, μιλώντας στο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, αναφέρει το newmoney.
«Με τις πωλήσεις χαρτοφυλακίου και τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς δεν ήρθαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Χρειάζονται πιο ριζικές λύσεις, διαφορετικά η μη ικανοποιητική κατάσταση θα συνεχιστεί για πολύ καιρό» ανέφερε, σημειώνοντας ωστόσο ότι τα κόκκινα δάνεια έχουν περιοριστεί στα 88,6 δισεκατομμύρια τον Ιούνιο του 2018 από 107,2 δισ. που ήταν το ιστορικό υψηλό. Στόχος είναι να μειωθούν κάτω από το 10% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν να δανείζουν ξανά χρήματα.
Ο κ. Τσούρντα υπογράμμισε ακόμη, ότι οι τράπεζες θα πρέπει να επανεξετάσουν τα προϊόντα και την διάρθρωσή τους στη σχετικά μικρή αγορά της Ελλάδας, προωθώντας μείωση του κόστους, νέα προϊόντα στην λιανική τραπεζική, εξειδίκευση στη χονδρική και επιτάχυνση της ψηφιοποίησης με εκπαίδευση και των πελατών στο νέο μοντέλο. Ανέφερε ακόμη, ότι είναι αργά για την εφαρμογή μιας λύσης τύπου κλασικής bad bank, κάτι που, όπως είπε, μπορούσε να γίνει πριν από 5 χρόνια. Σημείωσε ωστόσο, ότι η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος διαφοροποιείται από το μοντέλο αυτό.
«Το μέλλον για τις τράπεζες δεν είναι εύκολο, αλλά είμαστε εδώ να βοηθήσουμε να σταθούν και πάλι στα πόδια τους» κατέληξε.
Στο ίδιο συνέδριο, ο πρόεδρος του Χρηματιστηρίου και της Τράπεζας Πειραιώς Γιώργος Χαντζηνικολάου, ανέφερε ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αντανακλούν το βάθος της ύφεσης που έπληξε την ελληνική οικονομία και το γεγονός ότι η ανάπτυξη δεν υπήρξε τόσο αλματώδης ώστε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση τους. Δήλωσε αισιόδοξος, ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πετύχουν τους στόχους που έχουν τεθεί από τον SSM για τη μείωση των κόκκινων δανείων, επιβεβαιώνοντας ότι όλα τα σενάρια για να βρεθεί η κατάλληλη απάντηση εξετάζονται. Σημείωσε ωστόσο, ότι η χρονική πίεση μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις, τόσο στο τίμημα που θα εισπράξουν οι τράπεζες, όσο και στην κτηματαγορά από την ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων.
«Χρειαζόμαστε χρόνο και ο χρόνος είναι χρήμα» ανέφερε χαρακτηριστικά.