Μετά την χθεσινή έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) επισημαίνει σήμερα ότι τα υπερπλεονάσματα που συσσωρεύει έως τα τέλη κάθε χρόνου η κυβέρνηση, κοστίζουν στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.
Στην Έκθεση για το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα της Τράπεζα της Ελλάδος, πιστοποιείται ότι «το αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2018 αναμένεται πλεονασματικό σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2019, όπως εξάλλου διαμορφώθηκε και το 2017,και μάλιστα προβλέπεται εκ νέου υπέρβαση του πρωτογενούς αποτελέσματος έναντι του δημοσιονομικού στόχου σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας.
«Εντούτοις» υπογραμμίζεται στην Έκθεση, «η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου στερεί πόρους από την πραγματική οικονομία, που θα βοηθούσαν την ανάκαμψή της και την ενίσχυση της ρευστότητας».
Ακόμα, τονίζεται ότι «η υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος έναντι του στόχου για ακόμα ένα έτος επηρέασε το διαθέσιμο εισόδημα και την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων επιδρά αρνητικά στο παραγωγικό κεφάλαιο της χώρας και τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική».
Εκτός από τους εξωγενείς κινδύνους που απειλούν την Οικονομία το 2019, συγκαταλέγονται και θέματα πολιτικής, όπως «η υπέρμετρη φορολόγηση, αλλά και τυχόν ανάκληση ή καθυστερήσεις στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων».
Και περαιτέρω τονίζεται ότι:
– Η απρόσκοπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές ομολόγων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα. Η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και αποτελεί μια άγκυρα ασφαλείας καθώς επιτρέπει την εξασφάλιση χρηματοδότησης από τις αγορές με ευνοϊκούς όρους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, εντούτοις συνεχίζει να έχει εξαιρετικά βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα και περιορισμένου βαθμού δυνατότητα απορρόφησης κραδασμών από μια αντίξοη εγχώρια ή διεθνή συγκυρία.
– Αναμφισβήτητα, η καλύτερη εγγύηση για μια επιτυχή πορεία είναι η προσήλωση στην ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και η επακόλουθη εδραίωση της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, που είναι και το κύριο ζητούμενο για την απρόσκοπτη αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους από τις αγορές κεφαλαίων και την πλήρη αποδέσμευση της Ελλάδος από τα προγράμματα επιτήρησης.
– Το υπάρχον δημοσιονομικό μίγμα, παρόλο που εκπληρώνει τους δημοσιονομικούς στόχους, στερεί πόρους από την πραγματική οικονομία λόγω της υπερφορολόγησης και της περικοπής των επενδυτικών δαπανών.
– Κατά συνέπεια, χρειάζεται μία αναδιάταξη του δημοσιονομικού μίγματος μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανα- κατανομής της δημόσιας δαπάνης κατά τρόπο που θα τονώνει την ανάπτυξη.
Τέλος, η έκθεση υπογραμμίζει πως «είναι σημαντικό να αντιστραφεί η τάση της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων των προηγούμενων ετών, που έχει οδηγήσει στη μείωση του παραγωγικού αποθέματος κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας. Απαιτούνται λοιπόν η καλύτερη αξιοποίηση των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επέκταση των συμπράξεων δημόσιου – ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε κλάδους όπου υπάρχει έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων, η επιτάχυνση του προγράμματος των αποκρατικοποιήσεων που θα συνοδεύονται από νέες επενδύσεις των ιδιωτών επενδυτών, αλλά και η ταχύτερη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα».