Να ξεκινήσουμε από μια βασική αρχή η οποία δεν έχει διαψευστεί ποτέ όσα χρόνια κι αν κοιτάξει κανείς πίσω. Ποτέ, κανένα Μέσο δεν έπιασε, δεν έζησε, δεν μεγάλωσε και δεν λειτούργησε καλά στην ελεύθερη αγορά με… εντολή πρωθυπουργού.
Δηλαδή, ποτέ δεν έπιασε όταν δημιουργήθηκε κατόπιν συμφωνίας επιχειρηματιών και εκτελεστικής εξουσίας για να στηρίξει μια κυβέρνηση.
Του Τάσου Καραμήτσου
«Λεφτά υπήρχαν» και θα υπάρχουν πάντα πρόθυμα να συνδράμουν στον έλεγχο ή στη δημιουργία ΜΜΕ κατ’ εντολήν πρωθυπουργού, αλλά αυτό δεν έφτασε και δεν θα είναι ποτέ αρκετό ως μόνη και βασική αναγκαία προϋπόθεση επιτυχίας ενός Μέσου.
Προσπάθειες σαν αυτές που είδαμε επί ΣΥΡΙΖΑ, για να μην τους αδικούμε κιόλας, έγιναν και παλιότερα από άλλους: από ερασιτεχνικές μέχρι πολύ πιο σοβαρές και κοστοβόρες.
Ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου, για παράδειγμα, στην αρχή πειραματίστηκε με έναν άσημο εκδότη από τον Βόλο, που του έδωσε ένα δάνειο από την Εθνική Τράπεζα για να φτιάξει εφημερίδα, στη συνέχεια προώθησε έναν κανονικό απατεώνα, τον Κοσκωτά, για να κάνει media, και κατέληξε στα θηρία της επιχειρηματικότητας της εποχής που άνοιξαν «μια απ’ όλα»: εφημερίδα, ραδιόφωνο και στο τέλος κανάλι, όμως χωρίς αποτέλεσμα.
Κάποια στιγμή βαρέθηκαν να πληρώνουν και τα έκλεισαν, όπως ακριβώς κάνει τώρα ο Ιβάν (το μέγεθος του Δ. Μάρη δεν χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς) και δικαίως γιατί τα άνοιξε για να εξυπηρετήσει τον κ. Τσίπρα.
Μετά τον Ανδρέα το ίδιο επιχείρησε και η κυβέρνηση Καραμανλή με παρόμοιο τρόπο: έβαζε δηλαδή τον κρατικό (τότε) ΟΠΑΠ να δίνει σε μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα με κυκλοφορία 3.000 φύλλα περί τα 3,5 εκατ. ευρώ ετησίως, όταν το «ΘΕΜΑ», με την κυκλοφορία του να αγγίζει τα 270.000 φύλλα, έπαιρνε διαφήμιση από την ίδια πηγή σχεδόν 200.000 ευρώ.
Πού κατέληξε το κόλπο με την κρατική διαφήμιση; Μα πουθενά απολύτως! Καμία «κυβέρνηση Καραμανλή» δεν διεσώθη όταν ήρθε η ώρα της.
Μάθημα λοιπόν πρώτο και βασικό τόσο για έναν παθόντα, όπως ο κ. Τσίπρας, όσο και για έναν δοκιμαζόμενο στη βάσανο της πρωθυπουργίας, όπως ο κ. Μητσοτάκης, αν και ο δεύτερος έχει άλλη εμπειρία γιατί… είδε και γνώρισε πολλά για τα ΜΜΕ μέσα από την οικογένειά του.
«Πάρ’ το αλλιώς» από την αρχή: δεν υπάρχουν καλά και φιλικά media και κακά και εχθρικά, απλά υπάρχουν τα media, μιλάμε για τα κανονικά media. Αν, λοιπόν, το Μέσο Ενημέρωσης αξίζει και μετράει, απλά το σέβεσαι και κοιτάς να το «κουμαντάρεις» με την καλή έννοια.
«Μα καλά, υπάρχει καλή έννοια», θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης, «στο “κουμαντάρω” ή, έστω πιο κομψά, “διαχειρίζομαι”;». Η απάντηση είναι ναι, μάλιστα, βεβαίως. Ολα μαζί για να μην κάνετε λάθος.
Γιατί αν, για παράδειγμα, οι υπουργοί μιας κυβέρνησης βομβαρδίζουν με ειδήσεις μια αντιπολιτευόμενη εφημερίδα και δείχνουν ότι σέβονται τη δουλειά των δημοσιογράφων της και επίσης αν φέρονται από στοιχειωδώς φιλικά έως ουδέτερα στην ιδιοκτησία της, τότε στο τέλος θα καταφέρουν να έχουν μια ευπρεπή και δίκαιη αντιμετώπιση.
«Δεν είναι φιλικό το Μέσο προς εμάς, αλλά μπορούμε να συνεννοηθούμε στο πλαίσιο της Ενημέρωσης και της Δημοκρατίας», ό,τι συμβαίνει δηλαδή στις δυτικές δημοκρατίες που δεν ανοιγοκλείνουν media κάθε τετραετία, όταν αλλάζει μια κυβέρνηση.
Είδατε εσείς να κλονίζονται για πολιτικούς λόγους οι «New York Times», η «Washington Post», οι «Financial Times», η «Daily Mail», η «Le Monde», η «Le Figaro», η «La Repubblica», η «El Pais» κ.λπ.;
Για οικονομικούς λόγους ναι, αλλά από την εναλλαγή των κυβερνήσεων όχι. Αυτά συμβαίνουν μόνο σε υπανάπτυκτες δημοκρατίες.
Για να εξηγούμαστε, όλα αυτά ισχύουν υπό τη βασική προϋπόθεση ότι μιλάμε για κανονικά οργανωμένα Μέσα και όχι για «πιστόλια» ή «νεροπίστολα» επιχειρηματιών ή κυβερνήσεων που όντως μπορεί να ανοιγοκλείνουν, αλλά δεν εισφέρουν το παραμικρό στον χρηματοδότη ή στον εντολέα πρωθυπουργό.
Αντίθετα, συνήθως είναι τόσο κραυγαλέα η υποστήριξή τους στα συμφέροντα που υπηρετούν που απλώς αυτοακυρώνονται ή κάνουν κακό στα αφεντικά τους.
Ετσι, λοιπόν, ένας πρωθυπουργός και ένα δημοκρατικό και ανοιχτόμυαλο κόμμα -είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση- προσέχουν για να έχουν με τα media.
Αν προσέχουν στη συμπολίτευση με τη συμπεριφορά τους τον χώρο των media, είναι βέβαιο ότι «θα έχουν» και όταν βρεθούν στην αντιπολίτευση μια καλή μεταχείριση και προβολή που θα τους βοηθήσει στο μέλλον να ξαναγυρίσουν.
Αν κάνουν λάθος ανάλυση και ερμηνεία προσώπων, χαρακτήρων και καταστάσεων όπως έκανε (και πιθανότατα συνεχίζει να κάνει) ο κ. Τσίπρας, τότε δεν θα βρουν ποτέ κανονικούς μιντιακούς συνομιλητές.
Δεν αρκεί να δώσεις μια δουλειά σε κάποιο από τα πολλά πρόθυμα παλικάρια της εγχώριας επιχειρηματικότητας, ας πούμε, για να σου εξασφαλίσει με τη χρηματοδότηση ένα Μέσο.
Αυτά μπορεί να γίνονται στη Ρωσία και στην Τουρκία, αλλά πραγματικά ακόμα κι εκεί ο Πούτιν και ο Ερντογάν δεν σκέφτονται τόσο απλοϊκά όσο ο τέως πρωθυπουργός για τη διαχείριση των Μέσων Ενημέρωσης.
Τώρα αν το πρόβλημά του ήταν ότι «δεν ήξερε, δεν ρώταγε» τι τρέχει με τα media, αυτό είναι σχετικά απλό, λύνεται, γιατί μπορεί ενώ είναι στην αντιπολίτευση να… ρωτήσει και να μάθει, πάντως όχι τους ίδιους που τον ενημέρωναν κατά τη διακυβέρνησή του, γιατί (με όλο το θάρρος) τον άφησαν βαθιά νυχτωμένο, ίσως επίτηδες, αλλά μπορεί και λόγω άγνοιας και απειρίας.
Μπορεί όμως και να μη θέλει ούτε να ρωτήσει ούτε να μάθει επειδή απλά έχει άλλο μοντέλο «μη δυτικό» στο μυαλό του, οπότε, ΟΚ, δικαίωμά του.
Αν όμως δεν ισχύει αυτό, την επόμενη φορά ας φροντίσει να «ψωνίσει» φιλίες και σχέσεις από το πάνω ράφι!
ΠΗΓΗ: PROTOTHEMA.GR