Oσο οι παροχές θα πληρώνονται από φόρους και περικοπές έργων τοσο η κρίση ανάπτυξης θα βαθαίνει.
Πως να μιλήσεις για τις «παροχές» σήμερα μετά από οχτώ χρόνια κρίσης; Και πως να αντιμετωπίσεις μια ακατάσχετη ηθικολογία που δέεται υπέρ των θυμάτων της κρίσης, μεταμφιέζεται με της αλληλεγγύης και, έτσι, συγκαλύπτει επιλεκτικές εύνοιες αλλά και ευθύνες για την κατάσταση των πολλών;
Του Πάνου Καζάκου*
Ας πούμε εξ αρχής ότι πρόκειται για αποσπασματικές παροχές που χορηγούνται με τη λογική των ατάκτως μαζεμένων ετερόκλητων στοιχείων (garbagecan μοντέλο). Συνιστούν μια ηθικά διαβλητή παραχώρηση σε πρακτικές του παρελθόντος που θα έπρεπε να είχαν εγκαταλειφθεί μετά από οχτώ χρόνια κρίσης. Και δεν έχουν σχέση με μια καλώς εννοούμενη κοινωνική πολιτική που ασκείται με σαφείς προτεραιότητες, συνέπεια και αποτελεσματικότητα.
Αυτή ήταν η διάκριση που επιχείρησε να εξηγήσει ο Κώστας Σημίτης στους καρεκλοκένταυρους των συντεχνιών (και του τότε κόμματος) για να εισπράξει τότε την κατηγορία του «νεοφιλελεύθερου» και, σήμερα, ετεροχρονισμένα τρόπον τινά, την απόπειρα διαβολής του. Παρόμοια εξυγίανση είχε επιχειρηθεί με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ που θα αντικαθιστούσε τον πίθο των Δαναΐδων των προνοιακών επιδομάτων.
Αναμφίβολα η τρέχουσα πολιτική παροχών υποτάσσεται στη λογική του λεγόμενου εκλογικού κύκλου όπως διαπιστώνει ευσχήμως ο κ. Κουτεντάκης, συντνιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού δίνοντας συνέχεια στη δική μας κριτική στάση απέναντι στην κυβερνητική «εξουσία».
Οι λεπτομέρειες της νέας πολιτικής παροχών είναι γνωστές.. Περιλαμβάνουν το περιβόητο «κοινωνικό μέρισμα», δηλαδή ενίσχυση χαμηλών εισοδημάτων, που όμως πρωτοδιανεμήθηκε το 2014 και εφέτος θα ανέλθει σε 710 εκ. ευρώ, επιδότηση ενοικίου, κάποια μικρή μείωση του ΕΝΦΙΑ, επίδομα θέρμανσης κ.α. Δέχομαι ότι ένα μέρος αυτού του κοινωνικού μερίσματος είναι αναγκαίο και έχει ηθική θεμελίωση.
Όμως, το συνοδεύουν αποφάσεις για διορισμούς από το παράθυρο στο δημόσιο, εύνοιες σε μεγάλους φοροφυγάδες, αναβολή μείωσης παλαιών συντάξεων, αυξήσεις μισθών σε επιλεγμένα τμήματα του Δημοσίου,κλπ.
Επιπλέον, η κυβερνητική προπαγάνδα υποκρύπτει συστηματικά ότι όλα αυτά δεν χρηματοδοτούνται από τη θεία πρόνοια και ότι γίνονται δυνατά επειδή περικόπτονται πάλι οι δημόσιες επενδύσεις, καταργούνται προγράμματα για δεκάδες χιλιάδες ανέργους, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα.
Άλλες «παροχές» είναι απλά υποσχέσεις για την επόμενη τριετία.! Το «μείγμα» δεν πείθει.
Πρέπει τώρα να σταθούμε συγκεκριμένα στις πιθανές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής παροχών (και υποσχέσεων). Συνοπτικά,υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομική πολιτική – στη σταθερότητα και στη συνέπειά της- επομένως αποτρέπει σοβαρές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.
Καθώς οι παροχές χρηματοδοτούνται από φόρους και περικοπές αναπτυξιακών δαπανών (των επενδύσεων κυρίως) συμπιέζουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης προς τα κάτω. Ας το πούμε απλά: Το δεσμευτικό λόγω συμφωνίας με τους «θεσμούς» πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ΑΕΠ λειτουργεί υφεσιακά και πολύ περισσότερο το μη αναγκαίο υπερπλεόνασμα.
Με τη διανομή του μειώνονται ή αναβάλλονται εν τέλει άλλες αναπτυξιακές παρεμβάσεις (π.χ. δραστική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών) για τις οποίες δεν υπάρχουν περιθώρια. Η κυβέρνηση δεν υπολόγισε σωστά το κόστος ευκαιρίας των επί μέρους μέτρων.
Και ακόμα, οι παροχές και υποσχέσεις για τα χρόνια μετά τις εκλογές τροφοδοτούν προσδοκίες ή ενθαρρύνουν όσους αποκλείονται από τις δέσμες παροχών για ανάλογες διεκδικήσεις που εν τέλει θα αποσταθεροποιήσουν τη δημόσια οικονομία.
Ευνοούν ένα «πόλεμο τριβής» των πάσης φύσης ειδικών συμφερόντων που προσπαθούν ήδη να φορτώσουν το κόστος της προσαρμογής … στους άλλους.
Διογκώνουν πάλι το κράτος και υποβαστάζουν ένα αναπτυξιακό μοντέλο» – αυτό ακριβώς που μας οδήγησε στην κρίση και, οπωσδήποτε δεν μπορεί να αποδώσει στις σημερινές συνθήκες. Φορτώνουν νέα βάρη κυρίως στις νεότερες γενιές.
Τέλος, η πολιτική παροχών ασκείται συνολικά σε βάρος των μεταρρυθμίσεων. Με τις προσθαφαιρέσεις στο τεφτέρι των παροχών κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε τι ακριβώς έχει προηγηθεί . Υπενθυμίζω λοιπόν ότι τον Ιούνιο του 2018 στο τέλος του μνημονίου η κυβέρνηση δεσμεύθηκε επίσημα «να συνεχίσει και ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις που προγράμματος του ΕΜΣ» (EurogroupStatementonGreeceof 22 June 2018. Annex).
Στο σχετικό κείμενο αναφέρεται ειδικότερα ότι η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει τη φορολογική διοίκηση ώστε να μπορεί να εκπληρώνει αποτελεσματικά το έργο της, να αποπληρώνει έγκαιρα τις οφειλές του κράτους σε προμηθευτές και εξαγωγείς, να ολοκληρώσει την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων ως το 2020, να επανεξετάσει το σύστημα επιδοτήσεων των δημοσίων συγκοινωνιών, να συμβάλει στην αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, ιδίως με τη λύση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να εφαρμόσει ορισμένες αλλαγές στη δικαιοσύνη, να απλοποιήσει τις διαδικασίες έγκρισης επενδύσεων, να ολοκληρώσει τις χωροταξικές παρεμβάσεις (κτηματολόγιο, δασικοί χάρτες), να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και να εκσυγχρονίσει τη διαχείριση του ανθρώπινου κεφαλαίου στο Δημόσιο.
Κάθε μία από τις δεσμεύσεις αυτές συνεπάγεται σειρά ολόκληρη θεσμικών-νομικών αλλαγών και αποφάσεων, αλλά, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή τον Νοέμβριο,έχουν σχεδόν ξεχασθεί. Στο μεταξύ χάνουμε έδαφος στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας.
Μπροστά στο δίλημμα παροχές ή ανάπτυξη η κυβέρνηση προκρίνει τις παροχές.
*Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρώην μέλος του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.