Λίγο μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου προγράμματος χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας (αυτού που μάθαμε να αποκαλούμε τριτο-τέταρτο μνημόνιο), στις 20 Αυγούστου, ασχέτως του πώς επιλέγει να περιγράψει κανείς την επόμενη ημέρα –«καθαρή έξοδο», αυξημένη εποπτεία ή «μετα-μνημόνιο»–, η συζήτηση για τη φορολογία στην Ελλάδα είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Όχι μόνο επειδή όλα τα τελευταία στοιχεία επιβεβαιώνουν την φοροδοτική υπερκόπωση των Ελλήνων, αλλά κυρίως επειδή η προσδοκώμενη ανάπτυξη δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει μέσα σε ένα περιβάλλον υπερβολικά υψηλής και απογοητευτικά μη ανταποδοτικής φορολογίας.
Των Αντώνη Ζαΐρη, Αντιπροέδρου ΣΕΛΠΕ και Γιάννη Λιάρου, Συμβούλου Association Management
Τα στοιχεία των τελευταίων μηνών είναι παραπάνω από εύγλωττα: τα έσοδα από έμμεσους φόρους τον φετινό Μάιο κατέγραψαν μείωση 11,97% έναντι των αντίστοιχων εσόδων του Μαΐου του 2017, παρά το γεγονός ότι η συνολική φορολογική επιβάρυνση δεν μειώθηκε –μάλλον αυξήθηκε– το αντίστοιχο διάστημα που μεσολάβησε.
Η διαπίστωση ότι η φοροδοτική ικανότητα επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων έχει εξαντληθεί δεν είναι νέα και σίγουρα δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι ενώ τα τελευταία 7 χρόνια το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων μειώθηκε κατά 40%, σύμφωνα με την Eurostat, το ίδιο διάστημα η φορολογική επιβάρυνση (άμεση και έμμεση) έχει αυξηθεί δραματικά. Αυτό που είναι ακόμα πιο ανησυχητικό, ωστόσο, είναι ότι η υπερβολική και, σε μεγάλο βαθμό, απρόβλεπτη (λόγω διαρκών μεταβολών) φορολόγηση αποτελεί βασικό αντικίνητρο για επενδύσεις στην Ελλάδα, από τις οποίες όλοι συμφωνούν ότι θα προέλθει η πολυπόθητη ανάπτυξη.
Στον τομέα του εμπορίου, στις μεσαίες και μεγάλες κυρίως επιχειρήσεις είναι αλήθεια ότι συντηρείται ένα επίπεδο κατανάλωσης από τα τελευταία διαθέσιμα αποθεματικά των νοικοκυριών με θετική συμβολή στο ΑΕΠ της χώρας, ωστόσο είναι βέβαιο ότι η πολύχρονη άμεση και έμμεση υπερφορολόγηση θα προκαλέσει γενικευμένη κόπωση με επιπτώσεις στη μείωση του αγοραστικού διαθέσιμου εισοδήματος και στην μείωση της κατανάλωσης.
Ακόμα και στον τομέα του τουρισμού, όπου τα σημάδια είναι και φέτος ενθαρρυντικά, με αύξηση των αφίξεων τουριστών και αρκετά ικανοποιητική πορεία των εσόδων έως τώρα, οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές (ΦΠΑ, φόρος διαμονής σε ξενοδοχεία κ.λπ.) αφενός επηρεάζουν τη συνολική δαπάνη και αφετέρου εντείνουν τα φαινόμενα φοροδιαφυγής, ενίοτε μάλιστα σε… συνεννόηση επιχειρήσεων και καταναλωτών, προκειμένου να περιοριστεί εκατέρωθεν το μεγάλο κόστος.
Η κατάσταση αυτή, σε πολλούς επιχειρηματικούς κλάδους, επιβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τα στοιχεία που παρουσίασε ο Νικόλαος Αρταβάνης, καθηγητής στο Isenberg Scholl of Management του Πανεπιστημίου Massachusetts Amherst, στο 12ο Athens Tax Forum, τον Μάρτιο του 2016, όπου έκανε λόγο για το «ελληνικό παράδοξο». Πρόκειται, ουσιαστικά για το φαινόμενο της μείωσης των φορολογικών εσόδων όσο αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές, όπως καταγράφεται στο χώρο της εστίασης, όπου μάλιστα υπάρχει και το πρόσφατο παράδειγμα της αυξομείωσης του ΦΠΑ μεταξύ 2013 και 2015.
Ειδικότερα, τα σχετικά στοιχεία δείχνουν ότι ο υψηλότερος ΦΠΑ οδηγεί σε αύξηση της φοροδιαφυγής, ενώ η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από το 23% στο 13%, το 2013, μείωσε τη φοροδιαφυγή κατά 12%. Μάλιστα η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ κατά 30% μείωσε τα φορολογικά έσοδα κατά μόλις 14% ενώ επέφερε αύξηση στις πωλήσεις των επιχειρήσεων της τάξης του 15%, οι οποίες με τη σειρά τους φέρνουν αυξημένα έσοδα από άμεσους φόρους.
Με απλά λόγια, αποδεικνύεται ότι οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές, πέρα από την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος ενώ συμβάλλουν και στην ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης. Και αυτό δεν είναι κάτι που δεν γνωρίζουν οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ. Απλώς επιλέγουν να το παραβλέπουν, επικαλούμενοι την «αδιαλλαξία των θεσμών» και τα μνημόνια για να δικαιολογήσουν τη στρατηγική επιλογή τους να επιβαρύνουν την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας προκειμένου να συντηρούν ένα τεράστιο και αναποτελεσματικό κράτος.
Όμως τώρα που τα μνημόνια «τελειώνουν», είναι απαραίτητο να δουν τη μεγάλη, την πλήρη εικόνα. Και να τολμήσουν την αλλαγή νοοτροπίας προς μια κατεύθυνση που μόνο οφέλη μπορεί να έχει για την υγιή επιχειρηματικότητα και, τελικά, για το σύνολο της οικονομίας της χώρας.