Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι στη Χώρα του Κόκκινου Δράκου υπάρχει ένα κρυφό δημόσιο χρέος πάνω από 5 τρισ. ευρώ, το οποίο μπορεί να προκαλέσει χιονοστιβάδα πτωχεύσεων με ανυπολόγιστες επιπτώσεις
Δεν περνάει μέρα χωρίς να βγουν κακά νέα για την παγκόσμια οικονομία και προβλέψεις που κατεβάζουν ακόμα χαμηλότερα τον πήχη για την οικονομική ανάπτυξη, αναφέρει το newmoney.
Είτε πρόκειται για την Κίνα, είτε για τις ΗΠΑ, είτε για την Ευρώπη, το φρενάρισμα είναι δεδομένο και η λέξη «επιβράδυνση» είναι η μόνιμη επωδός όλων των επαϊόντων και των διεθνών οργανισμών. Το ίδιο και στο συνέδριο του Νταβός, παρόλο που δεν ήταν αυτό το κεντρικό θέμα. Και οι τρεις μηχανές της παγκόσμιας οικονομίας κατεβάζουν στροφές.
Το ερώτημα είναι αν η παγκόσμια οικονομία έχει γιατρέψει τις πληγές της επανερχόμενη στην κανονικότητα ή αν, αντιθέτως, κυοφορείται μια νέα κρίση που δεν αποκλείεται αυτή τη φορά να ξεκινήσει από την Κίνα.
Το ΔΝΤ κατεβάζει διαρκώς τον πήχη για την παγκόσμια ανάπτυξη. Πέρυσι προέβλεπε αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3,9% για το 2019, πριν από τρεις μήνες κατέβασε την πρόβλεψη στο 3,7% και τώρα την περιορίζει στο 3,5%. Το νούμερο δείχνει υψηλό, αλλά αν αφαιρέσουμε τις αναπτυσσόμενες, κυρίως, ασιατικές χώρες που κινούνται με 4%, 5% και 6%, το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στις ΗΠΑ κινείται γύρω στο 2% ή και χαμηλότερα και στην Ευρώπη σε ένα αναιμικό 1% ή λίγο παραπάνω.
Πρόσφατα άλλωστε, το περιοδικό «Economist», που έχει σημαντική επιρροή διεθνώς, σχολίασε ότι η Ευρωζώνη επιστρέφει στην ύφεση και ο μόνος τρόπος να την αποφύγει είναι να εγκαταλείψει τη γερμανικής έμπνευσης πολιτική που απαγορεύει τα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς και να προχωρήσει σε τόνωση των επενδύσεων και της κατανάλωσης με δημόσιο χρήμα.
Το πρόβλημα
Η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στο ότι τα τελευταία χρόνια η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε χάρη στο τύπωμα χρήματος (τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση) και τα χαμηλά (στην πράξη μηδενικά) επιτόκια απ’ όλες τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες. Οι τελευταίες πλημμύρισαν την παγκόσμια αγορά με δωρεάν χρήμα (γύρω στα 13 τρισ. ευρώ) και φθηνό δανεισμό, για να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις να ξεπεράσουν τη στενωπό της κρίσης χωρίς να στεγνώσουν από χρήμα και με τα λιγότερα δυνατά «κανόνια».
Τώρα όμως οι κεντρικές τράπεζες, με πρώτη εκείνη των ΗΠΑ, επιχειρούν να επανέλθουν σε νομισματικές πολιτικές κανονικότητας, με υψηλότερα επιτόκια και χωρίς τύπωμα χρήματος, τις οποίες υποστήριξε και η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ μιλώντας στο Νταβός.
Ο λόγος που οι κεντρικοί τραπεζίτες θέλουν να επιστρέψουν στη νομισματική κανονικότητα με υψηλότερα επιτόκια δεν είναι άλλος από το ότι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να… τα ξανακατεβάσουν αν επανεμφανιστεί μια οικονομική κρίση για να τονώσουν την οικονομία. Σήμερα, το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής είναι απενεργοποιημένο, οπότε σε περίπτωση που συμβεί κάτι οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να παρέμβουν.
Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη
Στις ΗΠΑ αρκετοί αναλυτές φοβούνται ότι η ώθηση από τα φορολογικά μέτρα του Ντόναλντ Τραμπ θα εξαντληθεί μέσα στο 2019 και η οικονομία θα αρχίσει να φρενάρει, ιδιαίτερα αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ανεβάσει κι άλλο τα επιτόκια. Στην Ευρωζώνη ο συνδυασμός οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων αλλά και ο εμπορικός πόλεμος έχουν κατεβάσει κι εκεί τις μηχανές για όλες τις μεγάλες οικονομίες.
Το ιταλικό ΑΕΠ κινήθηκε αρνητικά για δύο συνεχόμενα τρίμηνα στο δεύτερο μισό του 2018, η γερμανική οικονομία είχε κινηθεί αρνητικά στο τρίτο τρίμηνο αλλά επανήλθε σε θετικούς ρυθμούς στο τέταρτο τρίμηνο, ενώ και η Γαλλία επιβράδυνε.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ τα επιτόκια της ΕΚΤ είναι ακόμα στο μηδέν ή κάτω από αυτό, αφού η ΕΚΤ δέχεται καταθέσεις από τις ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες με επιτόκιο -0,4%, που σημαίνει ότι οι τελευταίες πληρώνουν καπέλο αν παρκάρουν τα χρήματά τους σε καταθέσεις στην Κεντρική Τράπεζα αντί να τα ρίξουν στην αγορά.
Με λίγα λόγια, αν η οικονομία της Ευρωζώνης πέσει πάλι σε ύφεση, η ΕΚΤ δεν μπορεί να κατεβάσει τα επιτόκια για να σώσει την κατάσταση. Γι’ αυτό και πολλοί, ακόμα και ο συντηρητικός «Economist», καλούν την Ευρώπη να τονώσει την οικονομία με δημόσιο χρήμα από τους προϋπολογισμούς, εγκαταλείποντας την πολιτική της αιώνιας λιτότητας.
Από την άλλη πλευρά, η επάνοδος στη νομισματική κανονικότητα, με υψηλότερα επιτόκια, δεν είναι απλή υπόθεση, καθώς υπάρχει ο φόβος ότι αν το κόστος χρήματος αρχίζει να αυξάνεται υπάρχει ο κίνδυνος να αποκαλυφθούν υπερχρεωμένες χώρες ή εταιρείες που θα «σκάσουν» προκαλώντας αλυσιδωτές επιπτώσεις.
Κλειδί η Κίνα
Ο νέος μεγάλος φόβος έρχεται από την Κίνα, όπου το τελευταίο διάστημα πολλοί αναλυτές διατυπώνουν τον φόβο ότι υπάρχει ένα αθέατο βουνό χρέους, το οποίο μπορεί να προκαλέσει χιονοστιβάδα πτωχεύσεων, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις τόσο για την Κίνα όσο και για την παγκόσμια οικονομία.
Η Χώρα του Κόκκινου Δράκου μπορεί να έχει κάνει τεράστιες προόδους, αλλά ο βαθμός διαφάνειας και ενημέρωσης για το τι ακριβώς συμβαίνει στο εσωτερικό της είναι χαμηλός.
Η εταιρεία αξιολόγησης Standard & Poor’s υπολόγιζε ότι υπάρχει στην Κίνα ένα κρυφό δημόσιο χρέος που αντιστοιχεί σε πάνω από 5 τρισ. ευρώ, το οποίο δεν φαίνεται στις επίσημες στατιστικές και προέρχεται από το χρέος των περιφερειακών κυβερνήσεων.
Την ίδια στιγμή, οι πτωχεύσεις στον ιδιωτικό τομέα επιταχύνθηκαν πέρυσι και έφτασαν σε αξία περίπου τα 20 δισ. ευρώ, ενώ σε πρόσφατο δημοσίευμά τους οι «Financial Times» προέβλεπαν νέο κύμα εταιρικών πτωχεύσεων τη φετινή χρονιά λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίζονται τα ανοίγματα από το «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα, η έκταση των οποίων είναι άγνωστη.
Οι κινεζικές αρχές υποβαθμίζουν το πρόβλημα, αλλά στην πραγματικότητα η κεντρική τράπεζα της χώρας (η Τράπεζα του Λαού της Κίνας) το τελευταίο διάστημα διαρκώς λαμβάνει μέτρα για να ενισχύσει τη ρευστότητα του συστήματος. Πρόσφατα μείωσε τα ελάχιστα όρια κεφαλαίου των τραπεζών για να μπορούν να δίνουν περισσότερα δάνεια και ετοιμάζεται να εκδώσει δεκάδες ανακυκλούμενα ομόλογα (perpetual bonds) για να αντιμετωπίσει το κύμα πτωχεύσεων.
Ολα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο όπου η οικονομία της Κίνας επιβραδύνεται και ενώ πλησιάζει και ο Μάρτιος, οπότε θα κριθεί αν ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας θα εκτονωθεί ή θα γενικευτεί. Αν μέχρι τις αρχές Μαρτίου δεν βρεθεί συμβιβαστική λύση, ο Τραμπ είχε αναγγείλει την επιβολή νέων δασμών σε κινεζικά προϊόντα, συνολικού ύψους 200 δισ. δολαρίων, κάτι που αν συμβεί θα οδηγήσει σε ξέσπασμα ανοιχτού οικονομικού πολέμου μεταξύ των δύο μεγάλων μπλοκ. Ο αντιπρόεδρος της Κίνας Γουάνγκ Κισάν, μιλώντας στο Νταβός, διασκέδασε τους φόβους για την πορεία της κινεζικής οικονομίας, διαβεβαιώνοντας ότι η τελευταία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με διατηρήσιμο ρυθμό.
Μόλις προχθές ανακοινώθηκε ότι το κινεζικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6,6% πέρυσι, ποσοστό που μοιάζει πολύ υψηλό για τα δυτικά δεδομένα αλλά όχι για τα κινεζικά, αφού είναι το χαμηλότερο από το 1990, και προβληματίζει όσους ανησυχούν για το τι ακριβώς θα συμβεί στην οικονομία της αχανούς χώρας που εισέρχεται σε φάση ωριμότητας και πιθανότατα επιβράδυνσης.
Η εκρηκτική ανάπτυξη της Κίνας ήταν ένα από τα στηρίγματα της παγκόσμιας οικονομίας μετά την κρίση του 2008 και η πορεία της είναι ένα από τα βασικά κλειδιά για τα επόμενα έτη.