Το 2008, έσκασε διεθνώς η μεγάλη φούσκα των ενυποθήκων δανείων στις ΗΠΑ, και σαν επακόλουθο εκτός του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης κατέρρευσαν και πολλά άλλα ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια.
Ήταν το γνωστό «Κράχ» του 2008, αντίστοιχο περίπου του 1929 που στην Ελλάδα οδήγησε στην πτώχευσή μας του 1932.
Του Θανάση Παπαλεξανδρή*
To Κραχ του 2008, ωφείλετο εις το γεγονός ότι οι καταναλωτές, και μεταξύ αυτών και οι παίκτες, αγόραζαν ακίνητα επί πιστώσει, με δανεισμό από τις τράπεζες, ελπίζοντας ότι η άνοδος των ακινήτων ή διαμερισμάτων που αγόραζαν θα αυξανόταν εσαεί.
Πίστευαν ότι θα έβγαιναν κερδισμένοι αν πουλούσαν, σε λίγα χρόνια, τα αγορασθέντα ακίνητα, με τα οποία ποσά θα κάλυπταν το δάνειο και τους τόκους του.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν αισιόδοξα, διότι τα ακίνητα δεν ανέβαιναν συνεχώς και οι επενδυτές – σπεκουλαδόροι αναγκάστηκαν κατά ένα μεγάλο ποσοστό να πουλήσουν τα ακίνητά τους για να εξοφλήσουν τα τοκοχρεολύσια που με το χρόνο συσσωρεύονταν.
Και για το λόγο αυτό, οι μαζικές πωλήσεις ακινήτων διέψευσαν τις φρούδες ελπίδες των επενδυτών ότι συνεχώς τα ακίνητα θα ανέβαιναν, πράγμα που συνέβαινε επί πολλά προηγηθέντα χρόνια. Η μεγάλη αυτή προσφορά ακινήτων επηρέασε την αγορά, και τα ακίνητα, με τη μορφή χιονοστιβάδας.
Παράλληλα, οι τράπεζες και οι επενδυτικοί οίκοι για να προσελκύσουν τους ολοένα αυξανόμενους επενδυτές και για να αποκτήσουν ρευστότητα που είχαν συνεχώς ανάγκη για να ανταποκριθούν στη μεγάλη ζήτηση, αναγκάζονταν να τραβήξουν συνεχώς καινούργια μετρητά για τις ανάγκες της αενάου χρηματοδοτήσεως.
Τα εν λόγω νεο – σχηματισθέντα funds που εδημιουργούντο, προσφερόταν σε μεσολαβούντες χρηματοδοτικούς οίκους οι οποίοι το διέθεταν στη συνέχεια, λιανικώς σε μικροπελάτες-επενδυτές με καλύτερο επιτόκιο από αυτό της αγοράς.
Οι τράπεζες που δεν είχαν απεριόριστα μετρητά, για να ανανεώσουν το πορτοφόλι τους και για να συνεχίσουν τις τραπεζικές εργασίες το «πακέτο» σχηματισθέντος κεφαλαίου (π.χ. ενός διεκατομμυρίου δολλαρίων) το βάφτιζαν με ένα συμβολικό όνομα (π.χ. Αριστοτέλης, Πλάτων κ.λ.π.) και το πουλούσαν σε διάφορες κεφαλαιουχικές εταιρείες.
Οι χρηματοδοτικές αυτές εταιρείες, διέθεταν κατά τμήματα μέρος του κεφαλαίου αυτού σε μικρότερους επενδυτές. Για να δώσουμε μια εικόνα της συναλλαγής αυτής, ως παράδειγμα, το ένα δισεκατομμύριο (πακέτο) που συγκεντρωνόταν από χρέη χρηματοδοτουμένων αγοραστών ακινήτων ήταν κατανεμημένο σε ένα εκατομμύριο ή εκατό χιλιάδες μερίδια.
Τα μερίδια αυτά, δεν αντιστοιχούσαν σε κάποιον ονομαστικό δανειοδοτούμενο, και πωλούνταν στους εν λόγω μικροκαταθέτες ως πακέτο ανώνυμο. Τα ενυπόθηκα δάνεια, τα οποία ξεκίνησαν γύρω στο 2005, επιβαρύνονταν συνήθως με σταθερό επιτόκιο (π.χ. 7%) για τα 2-3 πρώτα χρόνια το οποίο εκτινασσόταν στο 11% το 2007 και 2008.
Ο ενυπόθηκος δανειστής, ήλπιζε ότι μέσα στα 2-3 χρόνια θα μπορούσε να εξοφλήσει το δάνειο που πήρε χάρη στην αύξηση του ακινήτου που αγόρασε. Όπως προαναφέρθηκε, τα ακίνητα δεν ακολούθησαν την πορεία των αισιόδοξων προβλέψεων των δανεισθέντων οι οποίοι στα πρώτα χρόνια άρχισαν να πουλάνε τα ακίνητά τους για να ανταπεξέλθουν στις αυξανόμενες υποχρεώσεις τους πρός τις τράπεζες.
Το αρχικό μικρό ποσοστό των πωλήσεων αποτέλεσε ένα απαισιόδοξο γεγονός για τους δανεισθέντες, και ακολούθησε ένα παράλληλο κύμα αθετήσεων των υποχρεώσεων με παράλληλη σωρρευτική πώληση ακινήτων.
Από την άλλη μεριά, όπως προελέχθη, οι τράπεζες για να αντλήσουν καινούργια κεφάλαια πουλούσαν το πακέτο των μεριδίων με επιτόκια λίαν ελκυστικά, της τάξεως του 4-5%.
Οι πελάτες κεφαλαιούχοι (αγοραστές fund), διέθεταν τα μερίδια στους μικρο-επενδυτές έναντι 6-7% πράγμα λίαν ελκυστικό για κάθε μικρο-επενδυτή αλλά και για τα επενδυτικά funds.
Η εν λόγω πυραμίδα κατέρρευσε, όπως ήταν φυσικό, διότι κανείς δεν είχε προβλέψει τη μείωση της τιμής των ακινήτων, λόγω της ομαδικής πώλησής τους. Σημειωτέον ότι, η εγγύηση της επενδύσεως των αγοραστών βασιζόταν στην μαζική υποθήκη των ακινήτων των δανειοδοτηθέντων.
Τα εν λόγω δάνεια με επιτόκιο κράχτη, σε άτομα χαμηλού εισοδήματος που υποχρεούνταν να αναχρηματοδοτήσουν το δάνειο, δημιουργούσαν μια αύξηση του τζίρου τόσο των αρχικών τραπεζών όσο και των διαφόρων funds που αγόραζαν μαζικά τα προαναφερθέντα πακέτα. Οι εν λόγω συμβάσεις ακολουθούσαν τη μεταφορά κινδύνου αθέτησης υποχρέωσης, δηλαδή ασφαλιστήρια συμβόλαια καλούμενα διεθνώς CDS (Credit Default Swaps).
Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ενυποθήκων ομολόγων ήταν ογκώδη (περίπου 120 – 130 σελίδων), και οι μικρο-επενδυτές έβλεπαν στους άνω ορόφους των εν λόγω πακέτων – δανείων χαρακτηρισμούς μικρών επιτοκίων με ΑΑΑ, ενώ οι κάτω όροφοι είχαν λίαν υψηλά επιτόκια (junk bonds). Κατά συνέπεια, το κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου έδινε την εντύπωση αξιόπιστης εξασφαλίσεως ενώ αντιθέτως ήταν στεγαστικά μειωμένης εξασφάλισης.
Παράλληλα, οι μάνατζερς των τραπεζών οι οποίοι ήθελαν να αυξήσουν τον τζίρο των τραπεζικών ιδρυμάτων στα οποία ήταν επικεφαλής διάφορων τομέων (στεγαστικά, καταναλωτική πίστη, ενοικιάσεις αυτοκινήτων, κ.λ.π.), έπαιρναν bonus ανάλογα με το τζίρο που πετύχαιναν. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερο τζίρο έκαναν σε ουσιαστικά πτωχευμένες επενδύσεις τόσο το bonus που έπαιρναν πολλαπλασιαζόταν σε δυσθεώρητα ύψη.
Σύμφωνα με τον Τσάρλυ Λέντλεϋ, ο καλύτερος τρόπος να βγάλεις λεφτά είναι να ποντάρεις σε αυτό που η Wall Street πιστεύει ότι υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες να συμβεί. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ήταν ολέθριο για τους μικρο-επενδυτές και κατά συνέπεια και για τους καταθέτες των τραπεζών να ποντάρουν εν αγνοία τους σε στοχευμένες επενδύσεις.
Πρέπει να μνημονεύσουμε το γεγονός της μέχρι τούδε χρηματιστηριακής αγοράς στο οποίο ένας παίκτης μετεβίβασε στον αγοραστή το δικαίωμα να αγοράσει μια μετοχή σε ορισμένη τιμή και για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η εν λόγω σύμβαση είναι γνωστή ως LEAP- Long Term Equity Anticipation Security. Κάτι ανάλογο είναι το γνωστό σε εμάς σαν option ή δικαίωμα προαίρεσης, δηλαδή η αγορά συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης πράγμα που ισχύει από χρόνια στη χρηματιστηριακή αγορά.
Είναι η πράξη option, δηλαδή το δικαίωμα να αγοράσεις ή να πουλήσεις σε ορισμένη τιμή και ορισμένο χρόνο ένα αξιόγραφο, πληρώνοντας ένα prime που κυμαίνεται εάν το αξιόγραφο είναι διακυμάνσιμο πολύ ή λίγο. Κατ’ επέκταση, η ανωτέρω πράξη εφαρμόζεται σχετικά πρόσφατα και στα μερίδια των πακέτων των real estate (funds).
Η μεσολαβούσα τράπεζα, που αναλαμβάνει και εγγυάται το αξιόχρεο της εν λόγω σύμβασης, εισπράττει και το ρευστό για εγγύηση της εν λόγω συναλλαγής, το οποίο είναι της τάξεως του 5% ή 3% της σύμβασης, παρακολουθεί στο μεσοδιάστημα την τιμή, και αν πλησιάσει το ποσοστό ασφαλείας (π.χ. το προαναφερθέν 3% ή 5%) ζητεί από τον πρός ον η εγγύηση ή να συμπληρώσει 10% ή αν δεν μπορέσει ο αγοραστής να καταβάλει το τίμημα, πωλεί το δεσμευθέν ποσό ώστε να μην ζημιώσει η εγγυήτρια τράπεζα.
Όλα τα ανωτέρω οδήγησαν στην κρίση του 2008. Όπως ελέχθη, η δυνατότητα μελλοντικής εκπλήρωσης υποχρεώσεων (Futures όπως είναι γνωστό διεθνώς), συνίσταται στην επιλεκτική ευχέρεια του παίκτου να αγοράσει ή να πουλήσει ένα commodity (τυποποιημένο προϊόν) ή fund σε ορισμένη τιμή και σε ορισμένο χρόνο, έναντι μιας αμοιβής. Αυτή η ευχέρεια καλείται όπως προελέχθη option.
Παλιές μορφές future εξελίχθηκαν πρόσφατα, και μεταξύ των οποίων η σύγχρονη συνήθης συναλλαγή στις ανεπτυγμένες οικονομίες, και κυρίως στις ΗΠΑ, είναι η προεξόφληση της συγκομιδής ενός προϊόντος γεωργικού (καλαμπόκι, σιτάρι, κριθάρι, κ.λ.π.) από ένα χρηματοδοτικό οίκο, συνήθως τράπεζα, η οποία καταβάλει την αξία του λίγους μήνες προ της συγκομιδής του γεωργικού προϊόντος, βάσει αγροτικού αλγορίθμου, το προβλεπόμενο ποσόν που αντιστοιχεί στην κατά προσέγγιση αξία της μελλοντικής συγκομιδής.
Έτσι, ο αγρότης ο οποίος επείγεται να εξοφλήσει χρέη ή δαπάνες καλλιέργειας, έχει στο χέρι ένα ποσόν σίγουρο αλλά με μικρή, ή εύλογη, προμήθεια.
Η τράπεζα χρηματοδοτεί, με μικρό ρίσκο, ένα μελλοντικό προϊόν-κεφάλαιο το οποίο θα εισπράξει σε καθορισμένο χρόνο με επιτόκιο διαπραγματεύσιμο. Βεβαίως, οι συναλλαγές δεν γίνονται με ατομική σύμβαση, αλλά σε ευρύτερες περιοχές όπου οι επι-μέρους μικρο-ιδιοκαλλιεργητές υπογράφουν και δεσμέυονται συλλογικά ενώ οι τράπεζες ή χρηματοοικονομικοί κύκλοι δεν παραλαμβάνουν τη συγκομιδή, αλλά υπάρχουν, όπως οι χρηματιστές στο χρηματιστήριο, κάποιοι πράκτορες που πωλούν ή προεξοφλούν το εν λόγω προϊόν.
Για να ανατρέξουμε στο απώτερο παρελθόν, επιβεβαιώνοντας αυτό που οι Έλληνες υποστηρίζουμε δηλ ότι πολλά προήλθαν από την αρχαία Ελλάδα, θα αναφερθούμε στη συναλλαγή που είχε πραγματοποιήσει ο Θαλής ο Μιλήσιος (624-546 π.Χ.)*. Ο Θαλής ο Μιλήσιος, είχε την ιδέα να κερδοσκοπήσει στην προβλεπόμενη συγκομιδή λαδιού, στην ευρύτερη περιοχή του. Η τιμή της ελιάς στην τρέχουσα αγορά, ας πούμε ότι κόστιζε τότε 100 δραχμές, το τότε χιλιόγραμμο (kg).
Ο Θαλής πιστεύει όμως, ότι μετά από την επερχόμενη συγκομιδή η τιμή θα πέσει στις 70 δραχμές. Ύστερα από εκτίμηση των διαφόρων δεικτών που εμπιστευόταν (π.χ πόλεμοι, συμμαχίες, σύν οι καιρικές συνθήκες) απευθύνεται σε κάποιον τοπικό λαδέμπορο και του προτείνει το δικαίωμα να του πουλήσει 1000 κιλά στις 85 δραχμές το κιλό, μετά τη συγκομιδή.
Ο έμπορος, συγκρίνοντας την τρέχουσα τιμή της αγοράς, πιστεύει ότι η προσφερόμενη τιμή των 85 δραχμών είναι ευνοϊκή για αυτόν. Ο Θαλής πληρώνει στον έμπορο 10 δραχμές για αυτό το δικαίωμα και ο παραγωγός, παράλληλα, αναλαμβάνει την ίδια δέσμευση (δηλαδή σημερινή option).
Αν ο έμπορος έχει δίκιο, και η τιμή παραμείνει πάνω από 85 δραχμές, ο έμπορος θα έχει επιπλέον κέρδος 10 δραχμές από την πώληση του δικαιώματος, διότι ο Θαλής δεν θα εξασκήσει το δικαίωμά του να πουλήσει εμπόρευμα που δεν κατέχει, εφόσον η τιμή παραμείνει πάνω από 85 δραχμές.
Αν όμως ο Θαλής έχει δίκιο στις προβλέψεις του, τότε θα πουλήσει στον έμπορο τις ελιές. Υπό την προϋπόθεση ότι θα πέσει κάτω από τις 75, ο Θαλής θα έχει καλύψει το κόστος του δικαιώματος (85-75= 10, δηλαδή το κόστος του συμβολαίου). Κάθε όμως δραχμή κάτω από τις 75 αποτελεί κέρδος για το Θαλή.
Ο διορατικός Θαλής είχε προβλέψει όμως ότι η τιμή της ελιάς θα έπεφτε αρκετά κάτω από τις 75, κερδίζοντας τη διαφορά η οποία ήταν αέρας. Χάρην ιστορίας, αναφερόμαστε και σε ενδιάμεσες χρονικές περιόδους που είχε αναπτυχθεί η προαγορά της τουλίπας (1736 – 1737) όπως αναφέρει ο καθηγητής Π. Ρουμελιώτης σε πρόσφατο σύγγραμμα του.
Επίσης, αναφέρουμε λόγω ιστορίας ότι στους Ναπολεοντείους Πολέμους – πρό του Βατερλό – έγιναν προπωλήσεις Γαλλικών εταιρειών με τις οποίες ανεδείχθη η οικογένεια Ροκφέλερ από τις πλουσιότερες του κόσμου. Αυτό όμως αποτελεί ανεξάρτητο κεφάλαιο, το οποίο θα χρειαστεί ένα βιβλίο για την εξιστόρησή του.
Τέλος, είναι χρήσιμο να δώσουμε και ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με το θέμα μας. Αυτό που επίσης συμβαίνει είναι ότι, όσο πιο πολλά χάνουν οι πολλοί αγοραστές, τόσο πριμοδοτείται ο αντίστοιχος επιφορτισμένος διευθυντής της μεσολαβούσης τράπεζας.
Δηλαδή, όσο περισσότερο χάνουν οι επενδυτές, τόσο περισσότερο κερδίζει ο manager ο οποίος πληρώνεται σαν prime με το ποσοστό του εκάστοτε εισρέοντος κεφαλαίου και το οποίο διαθέτει στους αυξανόμενους πελάτες του (υποψήφιους προς πτώχευση). Το γεγονός αυτό, προϊόν των συναλλαγών του 20ου αιώνα, δημιουργεί εύλογες απορίες και αντιρρήσεις.
Για να δώσουμε ένα μεμονωμένο παράδειγμα, ο Διευθυντής Τράπεζας εισπράττει εκατομμύρια ή μισθό – προμήθειες από την Τράπεζά του χωρίς αυτός να συμμετέχει στο ρίσκο της εκάστοτε συναλλαγής. Υπάρχει περίπτωση, όπου ο manager συγκεκριμένου fund εισέπραξε μισθό 5.000 φορές την ετήσια αμοιβή στελέχους της ίδιας τράπεζας. Και για να επεκτείνουμε το συλλογισμό μας, αυτή τη στιγμή το 50% του παγκόσμιου πλούτου το κατέχει μόλις το 1% του πληθυσμού.
Μεταξύ αυτών, είναι ο παίκτης G. SOROS «φίλος» της Ελλάδος και της νεο – βορειο – Μακεδονίας, ο ιδρυτής της Amazon Bezos, ο Bill Gates ιδρυτής της Microsoft, και λίγοι γνωστοί στους πάντες. Το υπόλοιπο 19% του πληθυσμού κατέχει το 46% του πλούτου, ενώ το υπόλοιπο 80% του πληθυσμού μοιράζεται μόνο το 4% του πλούτου. Τα κονδύλια αυτά πηγάζουν από εκτιμήσεις Διεθνών Οργανισμών και Ινστιτούτων, όσο και αν μας εκπλήσσουν.
Και επειδή στο σημείο αυτό αναφερθήκαμε στην κατανομή του πλούτου – παγκοσμίως, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και την εν Ελλάδι κατανομή πλούτου που έγινε από τη φιλολαϊκή σοσιαλιστική Κυβέρνηση της εποχής ( περίοδος 1996-2004) με εισαγωγές-express εταιρειών των μεγαλο – διαπλεκόμενων εκδοτών και εργολάβων, με μαγειρεμένα στοιχεία, αθετήσεις επενδυτικών υποχρεώσεων, υπέρογκες αυξήσεις κεφαλαίου χωρίς επιχειρηματικά πλάνα, εξωπραγματικές αυξήσεις μετοχών χάρη στην έντεχνη διασπορά φημών, «εκτόξευση» τιμών για εταιρείες με εργοστάσια που ούτε τζάμια στα παράθυρα δεν είχαν. Διοικητές τραπεζών, πολιτικά πρόσωπα, μεγαλοεπιχειρηματίες όπως ο Παύλος Ψωμιάδης της ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ, σύμβουλος του τότε πρωθυπουργού, είχαν συμμετοχή.
Χιλιάδες μικροεπενδυτές εξαπατήθηκαν και είδαν να εξανεμίζονται μέσα σε λίγους μήνες οι οικονομίες ετών, ενώ τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων του κράτους λεηλατήθηκαν, προκειμένου μεταξύ άλλων να ενισχυθεί ο χρηματιστηριακός τζόγος της προεκλογικής περιόδου και να κερδίσει τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ και ο Σημίτης.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της μετοχής της εταιρείας «ΕΘΝΙΚΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΗΚΩΝ», η οποία ήταν θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας με διοικητή τότε, τον πρωθυπουργικό φίλο, Θεόδωρο Καρατζά. Μέσα σε δέκα μόνο μήνες το 1999, η μετοχή των «Γενικών Αποθηκών» κατέγραψε μια εξωφρενική και πλασματική άνοδο κατά 5.000% και κεφαλαιοποίηση από 13,5 δισ. σε 679 δισ.
Η μέθοδος απλή και δοκιμασμένη. Διασπορά στα «παπαγαλάκια» και σε κάποια από τα δεκάδες «οικονομικά» έντυπα, της ψευδούς πληροφορίας ότι η συγκεκριμένη εταιρία θα γινόταν δήθεν «ο βραχίονας της Εθνικής Τράπεζας στον τομέα των ακινήτων».
Η παραγγελία από τον Άρειο Πάγο ήταν σαφέστατη για τις ευθύνες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς: Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ουδόλως ήλεγξε τις ύποπτες συναλλαγές, κατά τις οποίες συγγενείς και φίλοι δοικητών και ανώτατων στελεχών Οργανισμών και κυβερνητικοί παράγοντες αγόρασαν μετοχές σε χαμηλές τιμές και τις πούλησαν σε αφελείς μικροεπενδυτές μετά την εξωπραγματική άνοδο της τιμής αυτών. Την περίοδο εκείνη σε συνέντευξη – αρθρογραφία στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», ο Σταύρος Θωμαδάκης δήλωνε: «Τελευταία αναπτύσσεται η τάση να κατηγορούν οι εισαγγελείς τις εποπτικές αρχές, την ίδια στιγμή που αυτές εργάζονται σκληρά για τον έλεγχο των χρηματιστηριακών παρεμβάσεων… η διακίνηση των μετοχών είναι άψογη».
Αυτό όμως καθόλου δεν συνέβαινε και οι παίκτες/ insiders εθησαύρισαν. Ενδεικτικά, αναφερόμαστε σε δύο (2) παίκτες που απασχόλησαν τον τύπο, τον οδοντίατρο βουλευτή Στ. Μανίκα που απεβίωσε το 2016 σε ηλικία 63 ετών και η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη, και τον Μ. Νεονάκη όταν πρόεδρος της επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ήταν ο Στ. Θωμαδάκης.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι, στις 17/7/1999 ο Γενικός Δείκτης έφτασε στο ύψος των 6.484 μονάδων και διαφημίζετο ότι θα έφτανε στις 7.000, ενώ σήμερα (13/5/2019) είναι 724,65. Όπως βλέπουμε, έγινε η διανομή του πλούτου με παροχές των φτωχών πρός τους πλούσιους.
- *Πηγή 1: άρθρο του Michael Stern, «Χρηματιστηριακή», Τεύχος 7, 1992.
- **Πηγή 2: Ναυτεμπορική, 15/7/2003
- Πηγή 3: Michael Lewis (Νοέμβριος 2015), Το μεγάλο σορτάρισμα, Εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος Α.Ε.
- Πηγή 4: Michael Lewis (Μάρτιος 2018), Η μεγάλη ανατροπή, Εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος Α.
- (*)Οικονομολογος