Ο κ. Κ.Β., μηχανικός, δήλωσε εισόδημα 46.500 ευρώ και θα πληρώσει στο ελληνικό Δημόσιο περί το 64% του δηλωθέντος εισοδήματός του, ήτοι κάπου 29.000 ευρώ. Από την πλευρά του, ο κ. Α. Γ., συγγραφέας, δήλωσε εισόδημα 38.800 ευρώ και αισίως, μετά τις φορολογικές του υποχρεώσεις, θα του μείνουν καθαρά 19.855 ευρώ.
Ο κ. Γ. Ν., συνταξιούχος λογιστής, δήλωσε εισόδημα 19.650 ευρώ και 11.000 ευρώ από συμμετοχή σε ΔΣ εταιρείας. Μετά από φόρους, ΕΦΚΑ και προκαταβολές θα μείνει με 18.540 ευρώ στο χέρι. Σκέπτεται δε να αποσυρθεί από το ΔΣ, γιατί έτσι θα βγει κερδισμένος κάπου 500 ευρώ ετησίως.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι ξεκάθαρο ότι, στην Ελλάδα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η οποιαδήποτε εργασία και το εισόδημα που αυτή παράγει τιμωρούνται.
Είναι έτσι ηλίου φαεινότερον, ότι ο κ. Αλέξης Τσίπρας και οι εταίροι του προτιμούν να έχουν απέναντί τους άεργους, άνεργους και πτωχευμένους πολίτες παρά εργατικούς και παραγωγικούς ανθρώπους.
Και το ερώτημα που τίθεται στην περίπτωση αυτή είναι: γιατί; Την απάντηση, εμμέσως πλην σαφώς, την έδωσε –με απίστευτο κυνισμό– ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του.
Από αυτά που είπε στους βουλευτές προκύπτει σαφέστατα, ότι σχέδιό του είναι να αφήσει στους διαδόχους του στην εξουσία μία διαλυμένη από κάθε άποψη Ελλάδα, ώστε ως αξιωματική αντιπολίτευση να ανατρέψει την κυβέρνηση το 2020 με αφορμή προφανώς έκρυθμες καταστάσεις που θα δημιουργήσουν οι πραιτοριανοί του σημερινού καθεστώτος.
Με πιο απλά λόγια, στόχος του νυν πρωθυπουργού είναι να παραδώσει στον προσεχή πρωθυπουργό μία πολύ φτωχή Ελλάδα, για να υπόσχεται ότι θα την κάνει «πλούσια», όταν επανέλθει στην εξουσία.
Πρόκειται για μία αμιγώς λενινιστική λογική, την οποία, ως φαίνεται, την ασπάζεται πλήρως και το σύνολο του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος.
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, η μεταμνημονιακή νέα συμφωνία κυβερνήσεως-δανειστών διατυπώνει έναν δημοσιονομικό στόχο που θα διατηρεί για μία ακόμα πενταετία πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%.
Δεν φτάνει, έτσι, που η χώρα πληρώνει πανάκριβα την εσωτερική διαχρονική έλλειψη αξιοπιστίας και διοικητικής αγκυλώσεως, αλλά, όπως θα έλεγε και ο γνωστός οικονομολόγος και κορυφαίος συνεργάτης του ΣΕΒ κ. Μιχάλης Μασουράκης, βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο.
Με αποτέλεσμα, τα δημοσιονομικά μεγέθη να διαμορφώνουν τους στόχους μίας υπό διαρθρωτική κατάρρευση πραγματικής οικονομίας.
Ωστόσο, μεταρρυθμίσεις «γιοκ». Με εξαίρεση κάποιους ειδικούς, σε μία κοινωνία που μαστίζεται από απίθανο οικονομικό αναλφαβητισμό, κανείς δεν ασχολείται με το καίριο πρόβλημα του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος ουσιαστικά λειτουργεί εκτός ενιαίας αγοράς για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
Καμία μέριμνα δεν προβλέπεται για σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και όταν γίνεται λόγος για εξωστρέφεια, γενικά και αόριστα, ουδείς αντιλαμβάνεται ότι η ελληνική παραγωγή είναι σε υπερθετικό βαθμό εκτός των διεθνών δικτύων διακίνησης και διανομής των προϊόντων.
Την ίδια στιγμή, μέσω της υπερφορολόγησης, των κατασχέσεων, των πλειστηριασμών και των προστίμων, η κυβέρνηση του κ. Αλέξη Τσίπρα συνεχίζει να κρατικοποιεί το σύνολο της κοινωνίας, με απώτερο στόχο την μετατροπή των πολιτών σε υπηκόους.
Μέσα σε αυτό το αποπνικτικό περιβάλλον, για το οποίο αυξημένες είναι πλέον και οι ευθύνες των εταίρων-δανειστών μας, οι διάδοχοι του κ. Αλέξη Τσίπρα δεν θα παραλάβουν μόνον μία φτωχή και υπερχρεωμένη στο Δημόσιο κοινωνία ανέργων. Θα κληρονομήσουν και έναν σοβαρά τραυματισμένο παραγωγικό ιστό, υπό συνθήκες μηδενικής σχεδόν εσωτερικής αποταμίευσης.