Στον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικοί παράγοντες επηρέασαν αρνητικά τα δημοσιονομικά αποτελέσματα στην ευρωζώνη μεταξύ των ετών 1999-2015, εστιάζει το νέο έγγραφο εργασίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με τίτλο “Δημοσιονομικές πολιτικές στην ευρωζώνη”.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, όπως πολλές άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, οι χώρες της ευρωζώνης αντιμετώπισαν μία σημαντική συσσώρευση δημοσίου χρέους τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ της ευρωζώνης ως σύνολο αυξήθηκε από ένα μέσο επίπεδο χαμηλότερο του 60% στις αρχές της δεκαετίας του ’90 σε περισσότερο από 90% του ΑΕΠ το 2015. Η διόγκωση του χρέους ήταν ιδιαίτερα έντονη το 2009 και το 2010 στο απόγειο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ορισμένες χώρες αποκλείστηκαν από τις αγορές και το φαινόμενο της μετάδοσης εδραιώθηκε, με τη δημοσιονομική πίεση σε ορισμένα κράτη μέλη να εξαπλώνεται σε άλλα.
Προκειμένου να εξηγηθεί ο περιορισμός των δημοσιονομικών θέσεων, ένα μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας έχει επικεντρωθεί στις ελλείψεις του θεσμικού πλαισίου στην Ευρώπη, ιδίως στο σχεδιασμό των υπερεθνικών δημοσιονομικών κανόνων και τη μη ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, σημειώνει το Ταμείο. Άλλοι έχουν επισημάνει το ρόλο των δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης που ελήφθησαν κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης και τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της διάσωσης του τραπεζικού τομέα και τις απώλειες που υπέστησαν κρατικές επιχειρήσεις. Πιο πρόσφατα η έμφαση έχει μετατοπιστεί στο ρόλο των μακροοικονομικών εξελίξεων γενικά και ιδίως στη χαμηλή ονομαστική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, λιγότερη προσοχή έχει δοθεί σε πολιτικά ζητήματα που σχετίζονται με την οικονομία, παρότι μπορούν επίσης να ευθύνονται για τις αποκλίσεις από την υγιή δημοσιονομική πολιτική και την άνοδο της αναλογίας του χρέους.
Όπως υποστηρίζει το ΔΝΤ στην έκθεσή του, που όπως υποστηρίζει ακολουθεί μία διαφορετική προσέγγιση, οι πολιτικοί παράγοντες που σχετίζονται με την οικονομία επηρεάζουν τα δημοσιονομικά αποτελέσματα τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερενθικό επίπεδο στην ευρωζώνη, κάτι το οποίο δημιουργεί μία σειρά από “προκαταλήψεις” στη δημοσιονομική πολιτική. Το ΔΝΤ στην έκθεσή του παρουσιάζει εμπειρικά στοιχεία σχετικά με αυτές τις προκαταλήψεις της δημοσιονομικής πολιτικής και δείχνει ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν ήταν αποτελεσματικοί στο να το διορθώσουν αυτό.
Ειδικότερα αναφέρει ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες μπορεί να οδηγήσουν σε υπερβολικές δαπάνες τους καλούς καιρούς και στη διάβρωση των δημοσιονομικών “μαξιλαριών” και την επιβολή δημοσιονομικών προσαρμογών που έχουν κυκλικές επιπτώσεις σε περιόδους ύφεσης. Κατά τη διάρκεια περιόδων δημοσιονομικής προσαρμογής, οι πολιτικές προτιμήσεις “γέρνουν” προς την διατήρηση μη παραγωγικών δαπανών και την αύξηση των φόρων που προκαλούν στρεβλώσεις, καθιστώντας τη δημοσιονομική σύνθεση λιγότερο φιλική ως προς την ανάπτυξη.
Οι μελλοντικές μεταρρυθμίσεις στο θεσμικό πλαίσιο διακυβέρνησης θα πρέπει να προσπαθήσουν να μειώσουν την επιρροή των πολιτικών παραγόντων που σχετίζονται με την οικονομία, στην δημοσιονομική πολιτική.Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις είχαν εστιάσει κυρίως στην ενίσχυση της οικονομικής βάσης των κανόνων και την αναβάθμιση του σχεδιασμού τους για την επίτευξη των δύο στόχων, της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της οικονομικής σταθεροποίησης. Λιγότερη έμφαση έχει δοθεί στην εξασφάλιση ότι τα πολιτικά κίνητρα είναι ευθυγραμμισμένα με τη συμμόρφωση. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η προσέγγιση αυτή ενδέχεται να έχει φτάσει στα όριά της. Αν δεν υπάρχουν πολιτικά κίνητρα, τότε ούτε οι πιο εξελιγμένες αναθεωρήσεις του θεσμικού πλαισίου δεν θα μπορέσουν να βελτιώσουν σημαντικά τα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι νέες μεταρρυθμίσεις να λάβουν επίσης υπόψιν την πολιτική διάσταση της οικονομικής πολιτικής.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, για να γίνουν οι δημοσιονομικά κανόνες πολιτικά λειτουργικοί, η διάρθρωση των κινήτρων θα μπορούσε να ενισχυθεί και από τις δύο πλευρές, μέσω της θέσπισης πιο αξιόπιστων κυρώσεων και μέσω της δημιουργίας πιο απτών οφελημάτων για τις χώρες που συμμορφώνονται με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Παρότι, όπως αναφέρει το ΔΝΤ, αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο έργο απουσία μίας πολιτικής ένωσης, οι μελλοντικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να βασιστούν σε δύο γενικές αρχές: το να γίνουν πιο πολιτικά αποδεκτές οι κυρώσεις και τη δημιουργία απτών πλεονεκτημάτων για όσους συμμορφώνονται.