Όσοι επιμένουν να συζητούν σήμερα για το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 και να αναπτύσσουν απίθανες θεωρίες συνωμοσίας περί σχεδίου καταστροφής της Ελλάδας και εθνικής προδοσίας δεν έχουν αθώες προθέσεις…
Του Μιχάλη Καρχιμάκη*
Στόχος τους είναι να δημιουργήσουν ένα προπέτασμα καπνού, πίσω από το οποίο θέλουν να κρύψουν το βαρύ δημοσιονομικό έγκλημα της διακυβέρνησης Καραμανλή, που είναι η πραγματική αιτία της οικονομικής κατάρρευσης της χώρας.
Όσοι επιχειρούν να βαφτίσουν την ειλικρινή και ακριβή αποτύπωση των στοιχείων για το έλλειμμα ως «μαγείρεμα» ή, με νομικούς όρους, ως «διανοητική πλαστογραφία» με σκοπό να προκληθεί βλάβη στο Δημόσιο, δεν έχουν βρει ως τώρα λέξη να πουν για τα διαδοχικά πορίσματα της EUROSTAT, από τον Ιανουάριο του 2010 και μετά, στα οποία στοιχειοθετούνται εξόχως επιζήμιες πράξεις και παραλείψεις όσων χειρίσθηκαν τα στατιστικά στοιχεία προ του 2010.
Σε αυτά τα έγγραφα περιγράφεται εναργέστατα το διεθνών διαστάσεων σκάνδαλο των “Greek Statistics”, που καταρράκωσε την αξιοπιστία της χώρας.
Το οικονομικό επιτελείο του Κώστα Καραμανλή και η ηγεσία της Στατιστικής Υπηρεσίες κατηγορούνται όχι για απλά μεθοδολογικά σφάλματα, ή για «δημιουργικές» αποτυπώσεις στοιχείων, αλλά για σκόπιμη παροχή ψευδών στοιχείων στην Eurostat, με στόχο να συμπιεσθεί τεχνητά το έλλειμμα.
Η ύπαρξη κρυφών ελλειμμάτων ήταν, βεβαίως, κοινό μυστικό στην Αθήνα, πολύ πριν ανακαλύψουν τα πειστήρια του εγκλήματος οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών.
Αξίζει να αναφερθεί παρεμπιπτόντως ότι, ως βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχαμε ανακαλύψει και έναν από τους βασικούς μηχανισμούς κρυφής χρηματοδότησης των κρυφών ελλειμμάτων, που δεν ήταν άλλος από τα διαβόητα δομημένα ομόλογα, τα οποία διέθετε στο… ημίφως το Γενικό Λογιστήριο σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, χρησιμοποιώντας ως καλοπληρωμένους ενδιάμεσους τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρείες.
«Αρετή» αυτών των ομολόγων ήταν ότι προσέφεραν χρηματοδότηση στο στενό δημόσιο τομέα χωρίς να διογκώνεται το (κατά Μάαστριχτ) χρέος, αφού επρόκειτο για ενδοκυβερνητικό δανεισμό.
Ταυτόχρονα, οι εκδόσεις των τίτλων περνούσαν απαρατήρητες από τη διεθνή αγορά ομολόγων, αφού η διάθεση των τίτλων γινόταν με ιδιωτικές τοποθετήσεις, μακριά από τα «ραντάρ» της αγοράς.
Ασφαλώς αυτή η απατηλή πρακτική κάλυψης κρυφών ελλειμμάτων με τα αποθεματικά των ασφαλισμένων θα είχε συνεχισθεί για πολύ, αν δεν είχε ξεσπάσει σκάνδαλο και δεν είχαν έλθει στο φως απίστευτες πρακτικές διασπάθισης πόρων των ταμείων από «ημετέρους» επαγγελματίες του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Αυτοί που σήμερα κατηγορούν την ΕΛΣΤΑΤ για παραποίηση στοιχείων, θα επιθυμούσαν να συνεχίσει η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου τις απατηλές πρακτικές της προηγούμενης περιόδου.
Με ποιο σκοπό, άραγε; Να ξεγελασθεί η παγκόσμια αγορά ομολόγων και να χρηματοδοτήσει πάλι την Ελλάδα, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό; Να ξεγελασθούν οι επίσημοι πιστωτές της χώρας, δηλαδή οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο από χρόνια επισήμαινε την αναξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών στις εκθέσεις του;
Πιστεύει, άραγε, κανείς ότι με ένα κατάλληλο «μασάζ» των στατιστικών, που θα εμφάνιζε το έλλειμμα π.χ. στο 11% αντί του 15%, η Ελλάδα θα είχε ξεφύγει ως εκ θαύματος από την κρίση και θα παίζαμε νταούλια για να χορεύουν οι πιστωτές;
Ο Α. Γεωργίου κατηγορείται γιατί πέρασε στον τομέα της γενικής κυβέρνησης οργανισμούς που ως τότε βρίσκονταν εκτός γενικής κυβέρνησης και ότι κατέγραψε στο χρέος, δήθεν ως μη όφειλε, την οφειλή του Δημοσίου στην Εθνική Τράπεζα για τα παλαιά swaps που είχαν συμφωνηθεί αρχικά -κακώς!- με την Goldman Sachs επί ημερών του Κ. Σημίτη.
Έτσι, λένε, το έλλειμμα διογκώθηκε κατά δύο μονάδες του ΑΕΠ, φθάνοντας το 15%, και αυτό είχε ως συνέπεια να μπει η χώρα στο δεύτερο μνημόνιο και να υποστεί το Δημόσιο συνολική ζημιά 210 δισ. ευρώ!
Το πρώτο λογικό ερώτημα που τίθεται είναι, αν έγινε τέτοια «ζημιά» με δύο μονάδες ελλείμματος, με τις υπόλοιπες 13 μονάδες ποια «ζημιά» έχει γίνει, άραγε;
Ποιος σοβαρός παρατηρητής μπορεί να δεχθεί ότι μια σχετικά ασήμαντη, μπροστά στο συνολικό πρόβλημα της Ελλάδας, στατιστική διόρθωση επέφερε τέτοια δεινά στη χώρα;
Ποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι, εάν δεν υπήρχε αυτή η διόρθωση η χώρα θα επέστρεφε στις αγορές και η περιπέτειά μας θα είχε τελειώσει;
Αντίστροφα, ποια ζημιά θα προκαλείτο στη χώρα, αν επιμέναμε σε στατιστικές αποτυπώσεις που δεν γίνονταν δεκτές από την Eurostat, με συνέπεια να βρεθεί και πάλι η χώρα στο «εδώλιο» για παραποίηση στοιχείων και να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοδότηση από τους επίσημους πιστωτές, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν;
Επί της ουσίας της υπόθεσης: στην ευρωπαϊκή στατιστική μεθοδολογία ως «δημόσιος» ορίζεται κάθε οργανισμός που χρηματοδοτείται σε ποσοστό άνω του 50% από το κράτος ή από θεσμοθετημένους δημόσιους πόρους και όχι από την πώληση αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά.
Όπως αναφέρεται σε σχετική έκθεση της EUROSTAT, εφαρμόζοντας το λεγόμενο «κανόνα του 50%», η ΕΛΣΤΑΤ ενέταξε στο δημόσιο τομέα (και, συνεπώς, στο έλλειμμα) οργανισμούς όπως η ΕΘΕΛ, ο ΗΛΠΑΠ, ο ΗΣΑΠ, ο ΕΛΓΑ, ο ΟΣΕ, η ΕΡΤ, ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ο ΕΟΤ και το ΚΕΕΛΠΝΟ.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς διδάκτορας των οικονομικών για να αντιληφθεί ότι πρόκειται για κατ’ εξοχήν δημόσιους οργανισμούς, που ορθά η Eurostat επέμενε να περιληφθούν στο δημόσιο τομέα, ώστε να είναι αξιόπιστη η αποτύπωση του ελλείμματος και να μην υπάρξουν αργότερα εκπλήξεις, που θα διόγκωναν απρόβλεπτα το έλλειμμα, εν μέσω εφαρμογής προγράμματος σταθεροποίησης.
Για τις οφειλές του Δημοσίου από τα swaps, που επιβάρυναν το χρέος κατά 5,3 δισ. ευρώ, όσοι λένε ότι θα έπρεπε να μην υπολογισθούν δεν γνωρίζουν το θέμα, η συνειδητά επιχειρούν να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη.
Τα swaps (συμβάσεις ανταλλαγής χρέους σε συνάλλαγμα με την Goldman Sachs) είχαν συναφθεί πρώτη φορά το 2001, αλλά ανανεώθηκαν και μεταβιβάσθηκαν στην Εθνική Τράπεζα το 2005, ενώ στα τέλη του 2008 η τότε διοίκηση Αράπογλου χρησιμοποίησε τις απαιτήσεις της ΕΤΕ έναντι του Δημοσίου που απορρέουν από τα swaps για να δημιουργήσει νέους τίτλους, τους οποίους αξιοποίησε ως εγγύηση για δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι υποχρεώσεις (χρέος) του Δημοσίου από τα swaps ήταν, λοιπόν, όχι μόνο υπαρκτές, αλλά η κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη, αν τηρούσε τους κανόνες της Eurostat, να τις καταγράφει κάθε χρόνο στο δημόσιο χρέος.
Τι έκαναν οι κυβερνήσεις Καραμανλή; Όχι μόνο δεν τηρούσαν τους κανόνες για την καταγραφή αυτού του χρέους, αλλά, όπως σημειώνεται στην έκθεση της Eurostat του Ιανουαρίου 2010, όταν ερωτήθηκε εγγράφως από την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία το υπουργείο Οικονομικών, επί ημερών Αλογοσκούφη, απάντησε ότι η Ελλάδα δεν έχει καν συνάψει συμβάσεις swaps!
Λίγο καιρό αργότερα, όμως, όχι μόνο αποδείχθηκε πανηγυρικά ότι τα χρέη από τα swaps υπήρχαν αλλά και ότι η Εθνική Τράπεζα τα είχε χρησιμοποιήσει για να δανεισθεί περισσότερα από 5 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μείζον σκάνδαλο στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς κύκλους, το οποίο εξέθεσε ως αναξιόπιστη όχι μόνο την Eurostat, αλλά και την ΕΚΤ, που είχε δανείσει μια ελληνική τράπεζα με εγγύηση τίτλους – φάντασμα (το πρακτορείο “Bloomberg” διερεύνησε την υπόθεση με τέτοια επιμονή, που έφθασε στο σημείο να προσφύγει κατά της ΕΚΤ στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για να την υποχρεώσει να δώσει στη δημοσιότητα μυστική έκθεση που είχε συνταχθεί για αυτό το θέμα).
Όσοι εξακολουθούν να λένε ότι κακώς εντάχθηκε στο χρέος η οφειλή από τα swaps ουσιαστικά ισχυρίζονται ότι η ΕΛΣΤΑΤ και η τότε κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπαθήσουν απροκάλυπτα να εξαπατήσουν τις ευρωπαϊκές αρχές, για ένα θέμα μάλιστα που ήταν πια παγκοσμίως γνωστό και είχε, μόλις πρόσφατα, προκαλέσει τεράστιο διεθνές σκάνδαλο, με αντανάκλαση στην αξιοπιστία της χώρας και των τραπεζών μας.
Τέτοιες κοντόφθαλμες τακτικές εξαπάτησης των Ευρωπαίων εταίρων φαίνεται ότι εκλαμβάνονται από ορισμένους σαν δήθεν πράξεις ηρωισμού και εθνικής χειραφέτησης, αλλά ήταν ακριβώς αυτές οι απατηλές τακτικές, που εξέθεσαν ανεπανόρθωτα τη χώρα και οδήγησαν στην πλήρη αδυναμία χρηματοδότησης από την αγορά ομολόγων.
Με αυτά τα δεδομένα, ο μύθος της δήθεν παραποίησης των στατιστικών από την ΕΛΣΤΑΤ, με σκοπό να καταστραφεί η χώρα, είναι προφανές σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή, ο οποίος θα εξετάσει στοιχεία και όχι εικασίες, ψεύδη και θεωρητικές ακροβασίες, ότι, πολύ απλά, δεν μπορεί να σταθεί σε λογική εξέταση.
Πρόκειται για μια σαθρή διανοητική κατασκευή, που χρησιμοποιείται για να ξεπλυθούν τα δημοσιονομικά εγκλήματα των κυβερνήσεων Καραμανλή.
Ο πρώην επίτροπος Οικονομικών, Χοακίμ Αλμούνια, έχει δηλώσει ανοικτά ότι η ανικανότητα της κυβέρνησης Καραμανλή και η απροθυμία της να λάβει οποιοδήποτε μέτρο το 2009, επειδή είχε βασική προτεραιότητα να επικρατήσει στις επερχόμενες εκλογές, ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν τη χώρα στο αδιέξοδο.
Ίσως ο Ισπανός πολιτικός να είναι υπερβολικά επιεικής στην αξιολόγηση που έκανε. Γιατί η δημοσιονομική διαχείριση της καραμανλικής περιόδου δεν προδίδει μόνο ανικανότητα, αλλά και την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί χωρίς δισταγμούς και όρια το δημόσιο χρήμα για εξυπηρέτηση πελατειακών σκοπιμοτήτων και για τον πλουτισμό ημετέρων.
Η διόγκωση πέρα από κάθε όριο των δημοσίων δαπανών, τα αναρίθμητα οικονομικά σκάνδαλα της καραμανλικής περιόδου, η διαρκής παραποίηση των στατιστικών στοιχείων, δείχνουν ότι η διαχείριση που μας έφερε στη χρεοκοπία δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα ανικανότητας.
Οι κυβερνήσεις Καραμανλή πήραν στα χέρια τους τη «χρυσή κάρτα» της συμμετοχής στο ευρώ, που τους επέτρεπε να δανείζονται σχεδόν χωρίς όρια και με πρωτοφανώς χαμηλό κόστος, και την έκαναν εργαλείο παλαιοκομματικής πολιτικής διαχείρισης, μέχρι που… τίναξαν την μπάνκα στον αέρα.
Σήμερα, με περισσό θράσος, οι υπεύθυνοι για τη χρεοκοπία προσπαθούν να ξεπλύνουν αναδρομικά τις ευθύνες τους, ανακυκλώνοντας απίθανες θεωρίες συνωμοσίας, που γκρεμίζονται σαν χάρτινοι πύργοι με το πρώτο φύσημα… λογικής σκέψης.
Οι πολίτες έχουν υποφέρει τα πάνδεινα σε αυτή την οικονομική κρίση και αξίζουν, αν μη τι άλλο, στοιχειώδη σεβασμό στη νοημοσύνη τους.
Ιδιαίτερα σήμερα, που βλέπουν όσους χθες ζητούσαν να στηθούν κρεμάλες για προδότες να εφαρμόζουν μνημόνια και όσους διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους για τη δήθεν παραποίηση των στατιστικών στοιχείων να ομνύουν δημοσίως στην αξιοπιστία της ΕΛΣΤΑΤ…
*Στέλεχος του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών, πρώην υφυπ. Αγροτικής Ανάπτυξης, βουλευτής