Η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν είναι πράγματι δυσάρεστη για την ελληνική οικονομία. Από πολλούς έχει ερμηνευτεί, όπως αναφέρει άλλωστε και ίδια, ότι η βαθιά ύφεση οφείλεται στην εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό.
Tου Θοδωρή Πελαγίδη*
Ωστόσο, έχει σημασία να γίνει κατανοητό ότι η όποια ανάσχεση της ύφεσης, σε κάποιον έστω βαθμό από εγχώριους πόρους, είναι περιορισμένη. Επομένως η όποια αντικυκλική οικονομική πολιτική έχει περιορισμένα αποτελέσματα παρά τις προσπάθειες που γίνονται.
Σε κάθε περίπτωση εντύπωση προκαλεί η εντελώς ανεύθυνη πολιτική της αντιπολίτευσης. Τι θα πει «εμπροσθοβαρής πολιτική ανάσχεσης της ύφεσης» και με τι πόρους;
Πώς μπορεί να λέγονται αυτά τα πράγματα όταν η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τρίτο κατά σειρά μεγάλο σοκ την τελευταία δεκαετία με αποτέλεσμα αυτή τη φορά πλέον να κινδυνεύουν και οι όποιες λίγες μεγάλες, επιτυχημένες και βιώσιμες επιχειρήσεις έχουμε;
Εξίσου όμως δυσάρεστη είναι και η είδηση που ήρθε από το ανώτατο γερμανικό δικαστήριο της Καρλσρούης. Λίγους μόνο μήνες πριν από τη συνταξιοδότησή του, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοινώνει μια απόφαση που εκκρεμεί από το 2015, σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για το μέλλον της ενωμένης Ευρώπης.
Το γερμανικό δικαστήριο τονίζει εμφατικά ότι οι αγορές περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να κάνει η ΕΚΤ πρέπει να εξαρτώνται από τα κεφάλαιά της, υπονοώντας ότι έτσι θα πρέπει να τηρούνται οι αναλογίες κατά χώρα περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να αγοραστούν αλλά και το ότι τα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να είναι επενδυτικής βαθμίδας.
Αυτό ηχεί ως προειδοποίηση ότι μπορεί με κάποιον τρόπο να επανέλθει εάν και εφόσον οι κανόνες αυτοί παραβιαστούν εφεξής.
Ο ίδιος ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας δηλώνει με νόημα ότι δίδεται έτσι ευκαιρία στην ΕΚΤ να αξιολογήσει και να μετρήσει τις αγορές των περιουσιακών στοιχείων που κάνει ή πρόκειται να κάνει. Αλλη μια προειδοποίηση προς την ΕΚΤ. Για να μην πω και προς την καγκελάριο Μέρκελ.
Μια τέτοια τύπου απόφαση θέτει ένα θεσμικό ζήτημα πρώτα απ’ όλα. Το γερμανικό δικαστήριο υποδεικνύει στην ουσία στο ευρωπαϊκό δικαστήριο ότι οι χειρισμοί που αφορούν στα προγράμματα νομισματικών διευκολύνσεων, δηλαδή αγορές περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ είναι και ήταν «untenable from a methodological perspective».
Αυτό ακούγεται ως η ΕΚΤ να υπόκειται θεσμικά, ως υποκείμενη Αρχή, στο γερμανικό και όχι στο ευρωπαϊκό ανώτατο δικαστήριο. Μια απόφαση, επίσης, βούτυρο στο ψωμί εκείνων των χωρών της κεντρικής ιδίως Ευρώπης που φαίνεται να δένονται στο άρμα του βαθέος γερμανικού κατεστημένου.
Η υπονόμευση, έτσι, του ευρωπαϊκού οικοδομήματος γίνεται σήμερα θεσμικά χειροπιαστή, δυστυχώς. Το ζήτημα όμως για την Ελλάδα αλλά και για τον ευρωπαϊκό Νότο είναι ότι αμφισβητείται θεσμικά για πρώτη φορά και με τέτοιον τρόπο η δυνατότητα των ευρωπαϊκών Αρχών και η ιδίως της ΕΚΤ να διασώσει χώρες όπως Ιταλία ή και η Ελλάδα που έχουν απόλυτη ανάγκη την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Πού θα βρίσκονταν, αλήθεια, τα spread των ελληνικών ή και τον ιταλικών ομολόγων εάν η πώλησή τους στην αγορά δεν ήταν ECB eligible; Το δίλημμα της επόμενης μέρας είναι λοιπόν εάν η Ευρώπη θα προχωρήσει έστω και προσεκτικά σε περαιτέρω ενοποίηση ή θα υποκύψει στη λογική μιας Ευρώπης a la cart.
*καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και NR Senior Fellow, Brookings Institution