Η τιμή του πετρελαίου εξελίσσεται στον νέο παράγοντα αβεβαιότητας διεθνώς, καθώς όλοι πλέον αναθεωρούν προς τα πάνω τις προβλέψεις για την τιμή του μαύρου χρυσού και μετράνε τις επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Στην καρδιά του ζητήματος βρίσκεται η απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και να επαναφέρει τις εμπορικές κυρώσεις στη χώρα αυτή.
Οι εμπορικές κυρώσεις θα εφαρμοστούν ύστερα από μια εξάμηνη περίοδο προσαρμογής, τον Νοέμβριο του 2018, αλλά ήδη η αγορά μετρά τις επιπτώσεις, αφού η απόφαση αυτή επηρεάζει ανοδικά την τιμή του πετρελαίου με δύο τρόπους.
Αφενός εμποδίζεται η διάθεση ιρανικού πετρελαίου στη διεθνή αγορά, κάτι που μειώνει την προσφορά και ανεβάζει την τιμή. Επιπλέον, η αμερικανική απόφαση δημιουργεί νέες γεωπολιτικές τριβές και αβεβαιότητα, η οποία, όπως είναι φυσικό, λειτουργεί και αυτή ανοδικά για την τιμή του πετρελαίου.
Ηδη και πριν από την απόφαση Τραμπ η τιμή του πετρελαίου κινούνταν ανοδικά, καθώς οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες είχαν αποφασίσει τον Ιανουάριο του 2017 να μειώσουν την παραγωγή και τα αποθέματα, ακριβώς για να τονώσουν τις τιμές, οι οποίες έχουν ανέβει κατά 40% μέχρι τώρα.
Την περασμένη εβδομάδα η τιμή άγγιξε τα 80 δολάρια για πρώτη φορά μετά από 3,5 χρόνια, καθώς στην απόφαση Τραμπ προστίθενται και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι, κατά την άποψη αρκετών αναλυτών, θα οδηγήσουν ψηλότερα την τιμή του πετρελαίου στα 90 ή ακόμα και τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Στη μείωση της προσφοράς συμβάλλουν και τα προβλήματα της πετρελαιοπαραγωγού Βενεζουέλας, τη στιγμή που η ζήτηση από τον μεγαλύτερο καταναλωτή πετρελαίου στον κόσμο, την Κίνα, είναι σταθερά ανοδική. Επιπλέον, η επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley έβαλε στην εξίσωση και την αλλαγή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας η οποία υποχρεώνει τη διεθνή ναυτιλία να χρησιμοποιεί από το 2020 καύσιμα με μικρότερη περιεκτικότητα σε θείο, κάτι που σημαίνει ότι θα αυξηθεί η ζήτηση για προϊόντα μεσαίας διύλισης (ντίζελ και άλλα καύσιμα), η οποία θα προκαλέσει και αύξηση στη ζήτηση αργού πετρελαίου.
Το ακριβό πετρέλαιο εξυπηρετεί σε κάποιον βαθμό τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, στις οποίες συγκαταλέγονται πλέον και οι ΗΠΑ, οι οποίες έχουν εξελιχθεί σε καθαρό εξαγωγέα με την αξιοποίηση των σχιστολιθικών αποθεμάτων.
Υπολογίζεται ότι για τις αμερικανικές εταιρείες το σημείο ισορροπίας είναι στα 25 δολάρια το βαρέλι, επομένως είναι σαφές ότι στα 80 δολάρια τα κέρδη είναι μεγάλα.
Επιπλέον, το ακριβό πετρέλαιο οδηγεί σε άνοδο τις τιμές σχεδόν όλων των προϊόντων και υπηρεσιών, προκαλεί δηλαδή πληθωρισμό, τον οποίο η αμερικανική οικονομία χρειάζεται τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς διευκολύνει τις κινήσεις αύξησης των επιτοκίων που σχεδιάζει η κεντρική τους τράπεζα (Fed).
Αντιθέτως, Κίνα και Ευρώπη εξαρτώνται απόλυτα από τις εισαγωγές ενέργειας και η άνοδος της τιμής του πετρελαίου έχει σημαντικές επιπτώσεις.
Το Ιράν και η Κίνα
Ειδικά για το ιρανικό πετρέλαιο, στους δέκα μεγαλύτερους πελάτες περιλαμβάνονται η Κίνα, η Ινδία, η Τουρκία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, αλλά και η Ελλάδα.
Δεν είναι, όμως, μόνο η άνοδος της τιμής. Η επάνοδος του Ιράν στη διεθνή αγορά, μετά τη συμφωνία για τα πυρηνικά του 2015, άνοιξε και έναν χορό μεγάλων μπίζνες κυρίως στον χώρο της ενέργειας – και όχι μόνο.
Ο εμπορικός αποκλεισμός των ΗΠΑ σημαίνει ότι οι Αμερικανοί θα επιβάλουν κυρώσεις και σε ξένες εταιρείες οι οποίες πιθανόν συναλλάσσονται με το Ιράν.
Για παράδειγμα, οι αμερικανικές τράπεζες δεν θα επιτρέπεται να κάνουν συναλλαγές για ιρανικά προϊόντα, ακόμα και μεταξύ γαλλικών ή γερμανικών εταιρειών. Αυτό σημαίνει ότι μια ευρωπαϊκή εταιρεία θα πρέπει να σταθμίσει κατά πόσον οι συναλλαγές με το Ιράν είναι εφικτές ή ακόμα και σκόπιμες.
Είναι ενδεικτικό ότι στον διεθνή Τύπο έχουν εμφανιστεί σενάρια για αποχώρηση του γαλλικού ενεργειακού κολοσσού Total από ένα τεράστιο έργο εξόρυξης φυσικού αερίου στο Ιράν, ακριβώς λόγω των κυρώσεων. Η Total έχει το 51% στο συγκεκριμένο έργο στο Νότιο Παρς, στον Περσικό Κόλπο, και τώρα γίνεται λόγος για εξαγορά του μεριδίου της από την κινεζική CNPC, η οποία κατέχει ήδη το 30%, ενώ το υπόλοιπο το κατέχει η Ιρανική Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου. Η κινεζική CNPC είναι κρατική και είναι η τρίτη μεγαλύτερη ενεργειακή εταιρεία διεθνώς σε έσοδα μετά τη Saudi Aramco και την Ιρανική Εταιρεία Πετρελαίου.
Οι Γάλλοι είχαν παραδοσιακά καλές σχέσεις με το Ιράν και τώρα ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για να καλύψουν οι Κινέζοι το κενό. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις προ ημερών και μετά την ανακοίνωση των αμερικανικών κυρώσεων, η Κίνα ανακοίνωσε από την πλευρά της ένα νέο έργο σιδηροδρομικής σύνδεσης με την Τεχεράνη, η οποία θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική και στο εμπορικό και στο συμβολικό επίπεδο.
Ολα δείχνουν ότι το ενδιαφέρον της Κίνας για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Περσικού, που μέχρι τώρα ήταν λανθάνον, θα εκδηλωθεί ενεργά και ήδη πολλοί αναλυτές διερωτώνται εάν η τάση αυτή θα οδηγήσει και σε ενεργότερη ανάμειξη του Πεκίνου στο θέατρο των γεωπολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων που εξελίσσονται στην περιοχή με τη Συρία.
Με λίγα λόγια, φαίνεται πως οι κινήσεις Τραμπ πυροδότησαν έναν νέο κύκλο ακριβού πετρελαίου και γεωπολιτικής αστάθειας στην πιο εύφλεκτη περιοχή του πλανήτη, καθώς αποτελούν το έναυσμα για αλλαγή των ισορροπιών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Πηγή: Newmoney.gr