Η κρίση των Ιμίων, η σοβαρότερη από πολλών ετών που διετάραξε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έχει μια ουσιώδη διαφορά από τις περιστασιακές αναφλέξεις της θερμοκρασίας στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις οποίες με ελαφρότητα χαρακτηρίζουμε κρίσεις, ενώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για τουρκικές δραστηριότητες που αποσκοπούν στην υπόμνηση και υπογράμμιση πάγιων θέσεων της Αγκυρας και δεν αποτελούν καμιά ιδιαίτερη εξέλιξη στις σχέσεις Αθηνών – Αγκυρας.
Η κρίση των Ιμίων (η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της στις 30 και 31 Ιανουαρίου του 1996) συνιστούσε μια ποιοτική μεταβολή στις κατά καιρούς επιδεινώσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Του Δημήτρη Νεζερίτη*
Από τη μια μεριά, αποτελούσε για πρώτη φορά μια ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής εδαφικής κυριαρχίας επί συγκεκριμένου νησιωτικού εδάφους.
Αμφισβήτηση που έχει πολύ μεγαλύτερη πρακτική σημασία από εκείνη του εύρους τού – άυλου – εναέριου χώρου ή της μη υπό αξιοποίηση υφαλοκρηπίδος. Ακόμη και το θέμα του εύρους των χωρικών υδάτων έχει ήσσονα σημασία.
Διότι στην περίπτωση των χωρικών υδάτων η τουρκική προσπάθεια έγκειται στην προσπάθεια αποτροπής επεκτάσεως της ελληνικής κυριαρχίας επί θαλάσσιας περιοχής. Στην περίπτωση των Ιμίων η τουρκική επιδίωξη ήταν η μείωση του εύρους του ελληνικού εδάφους, αρχικά στην περιοχή των Ιμίων και μετά, ό,τι μπορέσουμε να αρπάξουμε.
Και στο κάτω-κάτω στην περίπτωση των χωρικών υδάτων, παρά τις προπαγανδιστικές περιστασιακές κορόνες, η Τουρκία έχει, πιστεύω, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάς δεν πρόκειται να προχωρήσει στη μονομερή επέκτασή τους, όσο και αν για προφανείς λόγους δεν πρόκειται να το παραδεχθεί δημόσια.
Από την άλλη μεριά, η κρίση των Ιμίων αποτέλεσε πλέον μονόδρομο για την τουρκική στάση. Η πολιτική που επεξεργάστηκε η Αγκυρα και προκάλεσε την κρίση – γιατί οι τουρκικοί ισχυρισμοί περί απροβλέπτου και μη επιδιωχθείσης κρίσεως δεν είναι παρά παραμύθια για πολύ μικρά παιδιά – αποτέλεσε πλέον και το πλαίσιο για την όλη περαιτέρω πολιτική της συμπεριφορά έναντι της Ελλάδας στον χώρο του Αιγαίου.
Μπορεί η κρίση να μην είχε τα επιδιωχθέντα, τότε, από την Τουρκία αποτελέσματα. Η πολιτική όμως αυτή προδιέγραψε και την όλη μετέπειτα στάση της Τουρκίας. Περί αυτών, όμως, αργότερα.
Αξίζει τον κόπο να αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες που επικρατούσαν τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα όταν η κρίση στα Ιμια διαμορφώθηκε και ξέσπασε. Μια τέτοια μελέτη της καταστάσεως έρχεται απλώς να επιβεβαιώσει την πάγια αρχή ότι η Τουρκία σπανιότατα ενεργεί εν θερμώ και ότι περιμένει την κατάλληλη στιγμή για την εκδήλωση των πολιτικών – ή στρατιωτικών – πρωτοβουλιών της.
Την άνοιξη του 1995 η Ελλάς είχε άρει τις αντιρρήσεις της σε ό,τι αφορούσε τη σύναψη Συμφωνίας Τελωνειακής Ενώσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Τουρκίας. Σε αντάλλαγμα εξασφάλισε από τους εταίρους την προώθηση της ενταξιακής διαδικασίας της Κύπρου.
Η εκτίμηση που επικρατούσε στους κύκλους των επαϊόντων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν ότι μπορούσαμε να προσβλέπουμε σε μια μακρά περίοδο υφέσεως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μια και το πιο πρόσφατο σημείο τριβής – οι ελληνικές αντιρρήσεις – είχε εκλείψει. Η κατασκευή αυτή θα ήταν λογική αν η ετέρα πλευρά ήταν η Σουηδία.
Για μία, όμως, χώρα σαν την Τουρκία, βασική αρχή της οποίας στις διεθνείς της σχέσεις είναι «τα δικά μου είναι δικά μου, τα δικά σου υπόκεινται σε διαπραγμάτευση», αυτή η θεωρία ήταν υπερβολικά, για μην πω επικίνδυνα, αισιόδοξη.
Υπήρξε όντως μια ύφεση μετά την άρση των ελληνικών αντιρρήσεων. Αυτή όμως αφορούσε περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ των Αθηνών και διαφόρων κατ’ ιδίαν κρατών της ΕΕ. Τα κράτη αυτά ήθελαν πάση θυσία να προωθηθεί η Συμφωνία της Τελωνειακής Ενώσεως, με την ελπίδα – η οποία ως γνωστόν πεθαίνει τελευταία, κυρίως μεταξύ των εθελοτυφλούντων – ότι η Αγκυρα θα ικανοποιείτο με όσα θα κέρδιζε μέσω της Συμφωνίας αυτής και θα εγκατέλειπε την επιδίωξή της να καταστεί πλήρες μέλος της ΕΕ. Συνεπώς, έβλεπαν με ιδιαίτερη ενόχληση την αρνητική ελληνική στάση, η οποία, νόμιζαν, αποστερούσε την Ευρώπη ενός σχετικά ανέξοδου μέσου ικανοποιήσεως της Αγκυρας.
Το ότι τα ανωτέρω αποτελούσαν όνειρα φθινοπωρινής νυκτός προέκυψε σαφέστατα από τα λεχθέντα του τότε υφυπουργού Εξωτερικών κ. Οϊμέν. Σε δείπνο της ισπανικής προεδρίας επί τη ολοκληρώσει της διαδικασίας εγκρίσεως της Τελωνειακής Ενώσεως, ο ανωτέρω, απαντών στα συγχαρητήρια των παρισταμένων, αφού μας ευχαρίστησε, πρόσθεσε «και τώρα ξεκινάμε το επόμενο στάδιο, την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη». Η έκφραση στα πρόσωπα των παρισταμένων θα άξιζε να είχε απαθανατιστεί…
Οι καθαυτό ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν παρουσίασαν καμιά ουσιαστική μεταβολή κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ της άρσεως των ελληνικών αντιρρήσεων για την προώθηση της Συμφωνίας Τελωνειακής Ενώσεως και την επικύρωση αυτής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν υπήρξε κάποια μεταβολή, αυτή ήταν για το χειρότερο, με την παρασχεθείσα εξουσιοδότηση από τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση στην τουρκική κυβέρνηση να κάνει χρήση παντός μέσου σε περίπτωση επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων – το περίφημο casus belli. Ταύτα, επ’ ευκαιρία της επικυρώσεως από την Ελληνική Βουλή της Συμβάσεως περί του Δικαίου της Θαλάσσης.
Το 1995 η Αθήνα δεν ήθελε να πολυασχολείται με τα ελληνοτουρκικά. Οι εξελίξεις στα Βαλκάνια και κυρίως οι σχέσεις με την πΓΔΜ απορροφούσαν όλο το ενδιαφέρον.
Παράλληλα, η βαθμιαία επιδείνωση της υγείας του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και η αναπόφευκτη αποστασιοποίησή του από τα τρέχοντα θέματα είχαν ως αποτέλεσμα την προϊούσα ημιπαράλυση του κυβερνητικού μηχανισμού, λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν του υφισταμένου συγκεντρωτικού πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος διακυβερνήσεως του ελληνικού κράτους.
Θεωρητικώς, η Τουρκία θα έπρεπε να έχει αντίστοιχα κυβερνητικά προβλήματα. Οι τελευταίες εκλογές δεν είχαν δώσει την πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και οι έδρες ήταν λίγο-πολύ ισάριθμα μοιρασμένες μεταξύ των κομμάτων της κυρίας Τσιλέρ (DYP), του Γιλμάζ (Anavatan) και του διαδόχου και εκφραστού του κεμαλικού κατεστημένου CHP, αρχηγός του οποίου τη στιγμή εκείνη ήταν ο Μπαϊκάλ.
Το αβυσσαλέο μίσος που χώριζε Τσιλέρ – Γιλμάζ δυσχέραινε εξαιρετικά κάθε προσπάθεια συνεργασίας των δύο αυτών κομμάτων -που είχαν κοινές καταβολές – και συνεπώς ο Μπαϊκάλ ήταν ο λογικός σύμμαχος του ενός ή του άλλου. Εκείνη τη στιγμή πρωθυπουργός ήταν η κυρία Τσιλέρ και υπουργός Εξωτερικών ο Μπαϊκάλ. Συνασπισμός αβέβαιος και ασταθής, με την προοπτική των εκλογών να πλανάται πάνω από το τουρκικό πολιτικό στερέωμα.
Η Τουρκία όμως, όπως και πολλά άλλα κράτη – αλλά όχι η Ελλάς – έχει το προτέρημα να διαθέτει καλά οργανωμένη και εν πολλοίς ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση δημόσια διοίκηση και συνεπώς ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούσε αποτελεσματικά ακόμη και σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας. Ακόμη δε περισσότερο σε θέματα εθνικής εξωτερικής πολιτικής, όπου, έν πάση περιπτώσει, η κατά περίπτωσιν κυβέρνηση δεν είναι παρά ο διεκπεραιωτής ειλημμένων ήδη από το σύνολο της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας της χώρας αποφάσεων.
Η κρίση των Ιμίων άρχισε τελείως σαν υπόθεση ρουτίνας πριν από τις ημέρες των Χριστουγέννων. Ενα τηλεγράφημα από το υπουργείο μάς πληροφορούσε ότι ένα τουρκικό εμπορικό σκάφος είχε εξοκείλει στη νησίδα Ιμια και είχε αρνηθεί τη βοήθεια ελληνικού σκάφους να το ρυμουλκήσει, επικαλούμενο ότι η νησίδα όπου είχε εξοκείλει ήταν τουρκικό εθνικό έδαφος. Το υπουργείο ζητούσε να φέρουμε τη δύστροπη συμπεριφορά του κυβερνήτη εις γνώσιν των τουρκικών Αρχών και να τους ζητήσουμε να δώσουν οδηγίες στο τουρκικό σκάφος να δεχθεί τη βοήθειά μας για να μη διαλυθεί από την εποχική κακοκαιρία και έχουμε θύματα.
Διερωτώμαι τι θα είχε γίνει αν αφήναμε το σκάφος έρμαιο στα κύματα του Νοτίου Αιγαίου χειμωνιάτικα. Πιθανότατα θα έστελνε η Τουρκία πλέον ένα ρυμουλκό, για να προκαλέσει δική μας αντίδραση, στην οποία θα απαντούσε επικαλούμενη δική της κυριότητα. Το σχέδιο ήταν πολύ καλά στημένο.
Αυτά όμως είναι θέματα που τα σκέπτεται κανείς κατόπιν εορτής. Τη στιγμή εκείνη θέλαμε απλώς να ξεμπερδεύουμε με μια υπόθεση ρουτίνας – όπως τη βλέπαμε. Πρώτα απ’ όλα όμως είχαμε την ανθρώπινη περιέργεια να δούμε πού είναι η νησίδα αυτή. Ο ναυτικός ακόλουθος δήλωσε άγνοια, κατέβασε τους χάρτες του και με αρκετή δυσκολία εντόπισε τις δύο κουκκίδες που αποτελούσαν το σύμπλεγμα των Ιμίων.
Εξοπλισμένος με τις γεωγραφικές αυτές γνώσεις, ο σύμβουλος πρεσβείας κ. Κουγιού πήγε στο τμήμα αερο-ναυτιλιακών υποθέσεων του τουρκικού υπουργείου για να ζητήσει από τον τμηματάρχη να ειδοποιήσουν το σκάφος να δεχθεί τη βοήθειά μας. Ο κ. Banguoglu, άριστος γνώστης των θεμάτων του, με προϋπηρεσία στην Αθήνα, απήντησε ότι οι τουρκικές Αρχές ήταν εν γνώσει του θέματος, ότι θα ειδοποιούσαν τον κυβερνήτη να δεχθεί ελληνική βοήθεια και πρόσθεσε ότι, πάντως, οι νησίδες αποτελούσαν τουρκικό έδαφος. Ο κ. Κουγιού αντέταξε ότι ήταν ελληνικές, αλλά η συζήτηση δεν είχε συνέχεια μια και ο συνομιλητής μας δεν επέμεινε.
Το πράγμα θα μπορούσε να είχε μείνει εκεί αν από τουρκικής πλευράς η όλη ιστορία δεν ήταν προκατασκευασμένη. Η υπόθεση δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να αφεθεί να παρέλθει χωρίς να ξεσπάσει κρίση. Συνεπώς, λίγες μέρες αργότερα, μας περιήλθε από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών μια ρηματική διακοίνωση που έλεγε λίγο-πολύ τα εξής – τέτοιες διατυπώσεις δεν ξεχνιούνται:
«Το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκικής Δημοκρατίας παρουσιάζει τις προσρήσεις του στην πρεσβεία της Ελληνικής Δημοκρατίας και αναφερόμενο στην πρόσφατη συζήτηση μεταξύ των κ.κ. Κουγιού και Banguoglu περί του σκάφους …., επιθυμεί να επιβεβαιώσει ότι οι εν λόγω νησίδες αποτελούν τουρκικό έδαφος και είναι εγγεγραμμένες στο κτηματολόγιο (σ.σ. στην Τουρκία κτηματολόγιο υπάρχει από την οθωμανική εποχή) της επαρχίας Μαγνησίας υπ’ αριθ. …. και ….».
Συναγερμός
Εάν η Τουρκία δεν είχε αποστείλει τη ρηματική αυτή διακοίνωση, το θέμα δεν θα είχε δημιουργηθεί. Ο προφορικά διατυπωμένος από τον τούρκο τμηματάρχη ισχυρισμός περί δήθεν τουρκικής κυριότητος επί των βραχονησίδων δεν θα είχε ληφθεί περισσότερο σοβαρά υπ’ όψιν από ό,τι ο αντίστοιχος του κυβερνήτη τού σκάφους. Η αποστολή όμως ενός γραπτού κειμένου άλλαζε τελείως την κατάσταση. Διότι η ρηματική διακοίνωση αποτελεί τον πλέον επίσημο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ κρατών, τα αναφερόμενα σε αυτήν είναι δεσμευτικά για την πλευρά που τη συντάσσει και η αντίδραση σε αυτήν πρέπει να πάρει τον ίδιο δεσμευτικό χαρακτήρα, δηλαδή μια απαντητική ρηματική διακοίνωση.
Οπως μπορούσε να κρίνει κανείς κατόπιν εορτής, η τουρκική αυτή κίνηση μόνο κέρδη μπορούσε να αποφέρει στην Αγκυρα. Αν η ρηματική διακοίνωση έμενε τυχόν αναπάντητη, τούτο θα αποτελούσε πλέον σιωπηρά αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδος του τουρκικού ισχυρισμού περί κυριότητος επί των νησίδων.
Αν πάλι – όπερ και το φυσιολογικό – εδίδετο απάντηση, τότε δυοίν θάτερον: είτε θα άνοιγε συζήτηση περί του καθεστώτος των βραχονησίδων η οποία, με τουρκική πρωτοβουλία, θα επεξετείνετο και θα μπορούσε να οδηγήσει σε συζήτηση περί του καθεστώτος μεγάλου τμήματος του Αιγαίου. Είτε, σε περίπτωση ελληνικής αρνήσεως να συζητήσει τα του εδάφους της, θα προχωρούσαμε σε θερμότερη κρίση.
Αυτά όμως ήταν συμπεράσματα που μπορούσε να εξαγάγει κανείς μόνο αργότερα, όταν είχε την πλήρη εικόνα.
Αποστείλαμε το κείμενο της τουρκικής ρηματικής διακοινώσεως στην Αθήνα, ζητώντας να μας δώσουν συγκεκριμένα στοιχεία που θεμελίωναν την ελληνική κυριαρχία στις νησίδες. Σε μια εσωτερική συζήτηση που είχαμε στην πρεσβεία, είχα παρατηρήσει ότι το θέμα δεν θα έπρεπε να είναι δύσκολο να ξεκαθαρίσει γιατί, όπως θυμόμουν από τις πανεπιστημιακές μου ημέρες, είχαμε διδαχθεί ότι τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδος στο Νότιο Αιγαίο ήταν οριοθετημένα, όπερ δεν συνέβαινε προκειμένου περί του Βορείου Αιγαίου.
Η απάντηση από το υπουργείο δεν άργησε να μας περιέλθει. Η αλληλουχία των γεγονότων βάσει επίσημων διακρατικών συμφωνιών ήταν ολοκληρωμένη και σε ό,τι μας αφορούσε δεν άφηνε περιθώρια αμφισβητήσεων ως προς την εγκυρότητα των τίτλων κυριότητος της Ελλάδος επί των βραχονησίδων! Εκχώρηση των Δωδεκανήσων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ιταλία – Ιταλοτουρκικό πρωτόκολλο που καθόριζε σαφώς την οροθετική γραμμή στη θάλασσα μεταξύ των δύο κρατών, από το οποίο προέκυπτε σαφώς ότι οι νησίδες Ιμια ήταν εντός της περιοχής ιταλικής κυριαρχίας – Συνθήκη των Παρισίων με την οποία τα Δωδεκάνησα παρεχωρούντο στην Ελλάδα. Από νομικής απόψεως η θέση της Ελλάδος ήταν άψογη.
Η απάντησή μας αυτή διαβιβάστηκε – γραπτώς και προφορικώς – στο τουρκικό υπουργείο από τον πρεσβευτή – σύμβουλο της πρεσβείας, τον μακαρίτη, αγαπητό και εκλεκτό συνάδελφο Παναγιώτη Βλασσόπουλο. Ο συνομιλητής του, αφού τον άκουσε, απήντησε ότι θα μετέφερε αυτά όπου έδει και, εν τω μεταξύ, «θα ήθελε να του δώσει τις πρώτες, εκ του προχείρου, αντιδράσεις της τουρκικής πλευράς». Και ακολούθησε μια ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων – η οποία, όπως απεδείχθη, αποτελούσε και το σύνολο της τουρκικής επιχειρηματολογίας.
Η θερμοκρασία άρχισε σιγά-σιγά να ανεβαίνει, κυρίως μετά τη διαρροή στον ελληνικό Τύπο των συμβάντων και τη βαθμιαία εκατέρωθεν ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή. Η ανάρτηση της ελληνικής σημαίας, η αρπαγή της από «δημοσιογράφους» σε εντεταλμένη υπηρεσία, όλα ενίσχυαν την ατμόσφαιρα της αυξανομένης κρίσεως, η οποία ενισχύετο και από τη, μερικές φορές εμπρηστική, αρθρογραφία του Τύπου.
Θυμάμαι ότι οι ξένοι συνάδελφοι ήταν ελαφρώς αποσβολωμένοι από την εξέλιξη της υποθέσεως. Τους ήταν αδιανόητο πώς ήταν δυνατόν δύο κράτη να ευρίσκονται ουσιαστικά επί ποδός πολέμου – για τι;
Η ενημέρωση των ξένων συναδέλφων αποτελούσε πρωταρχικό έργο μας. Και η ουσία των ενημερώσεων ήταν διττή: αφενός μεν να εξηγήσουμε το νομικώς ορθόν της θέσεώς μας σε ό,τι αφορούσε τα Ιμια και επίσης να τονίσουμε πως το θέμα δεν ήταν τόσο αν η τουρκική διεκδίκηση αφορούσε μια-δυο «ασήμαντες» νησίδες, αλλά ότι η τουρκική αξίωση τοποθετείτο στο ευρύτερο πλαίσιο των αξιώσεών της κατά της Ελλάδος.
Ευτυχώς, η Ελλάς είχε αποκτήσει επιτέλους νέα κυβέρνηση και έτσι το συναίσθημα του καραβιού που έπλεε χωρίς κυβερνήτη είχε αρχίσει να εκλείπει. Η νέα όμως κυβέρνηση χρειαζόταν οπωσδήποτε λίγο χρόνο για να οργανωθεί και να αρχίσει να λειτουργεί με άνεση. Και η Τουρκία επείγετο…
Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για το ότι η όλη υπόθεση ήταν καλώς προετοιμασμένη από τουρκικής πλευράς από το διάβημα που μου έγινε από τον υπουργό Εξωτερικών.
Ο κ. Μπαϊκάλ με εκάλεσε και, περιστοιχιζόμενος από την υπηρεσιακή ηγεσία του υπουργείου «του», μου ανέπτυξε την τουρκική επιχειρηματολογία σε ό,τι αφορούσε τα Ιμια. Ηταν πανομοιότυπη με όσα είχε αναφέρει «εκ του προχείρου» ο συνομιλητής τού Βλασσόπουλου.
Ούτε για τον τύπο δεν είχαν κρατήσει ένα τουλάχιστον επιχείρημα σαν εφεδρικό, για να δείξουν πως το έψαξαν το θέμα. Η καλά προετοιμασμένη θέση απλώς επαναλαμβάνετο.
Παρενθετικά σημειώνω ότι η τουρκική επιχειρηματολογία ήταν ασθενεστάτη. Σε σημείο που ένα από τα βασικά σημεία της ήταν η επίκληση των «ιδιαζουσών πολιτικών συνθηκών» (δηλαδή η ύπαρξη στην Ιταλία του επιθετικού φασιστικού καθεστώτος) όταν υπεγράφη το ιταλο-τουρκικό πρωτόκολλο χαράξεως των θαλάσσιων συνόρων.
Και μια φαιδρή νότα: Κατά τη διάρκεια του διαβήματος καθόμουν στον ίδιο καναπέ πλάι στον κ. Μπαϊκάλ. Ο ίδιος διάβαζε από το αντίγραφο της ρηματικής διακοινώσεως, της οποίας στη συνέχεια μου επέδωσε το πρωτότυπο.
Πρόσεξα ότι πάνω στο αγγλικό κείμενο από το οποίο διάβαζε ο συνομιλητής μου, οι ξένες γλώσσες του οποίου ήταν περιορισμένης εμβελείας, υπήρχε σε διάφορα σημεία γραμμένη με μολύβι η μετάφραση στα τουρκικά ορισμένων λέξεων του αγγλικού κειμένου από το οποίο διάβαζε ο υπουργός. Ετσι, για να καταλαβαίνει τι έλεγε…
Η θερμοκρασία πάντως ανέβαινε συνεχώς, με αποκορύφωμα τη συγκέντρωση στην περιοχή ισχυρότατων ναυτικών δυνάμεων. Στη φάση αυτή μου ζητήθηκε και επισκέφθηκα τον μόνιμο υφυπουργό Εξωτερικών κ. Οϊμέν – για τους γνωρίζοντες την τουρκική πραγματικότητα, πραγματικό «αφεντικό» του υπουργείου και χαράζοντα την πολιτική του – με σκοπό να του υπογραμμίσω τους κινδύνους που ενείχε η συγκέντρωση σε τόσο μικρό χώρο τόσο ισχυρών δυνάμεων με σοβαρό ενδεχόμενο να προκληθεί ανάφλεξη εκ τυχαίου γεγονότος και να ζητήσω τη λήψη μέτρων που θα οδηγούσαν σε αποκλιμάκωση της εντάσεως και απομάκρυνση του άμεσου κινδύνου. Ο συνομιλητής μου απάντησε εκφράζοντας ενδιαφέρον για επιστροφή στην προγενεστέρα κατάσταση – στο περίφημο status quo ante.
Είναι χαρακτηριστικό πως μετά τη συνάντησή μας, ο κ. Οϊμέν εξηφανίσθη από το υπουργείο. Ηταν – εκ των υστέρων – προφανές πως ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε περαιτέρω επαφή που θα μπορούσε να υπονομεύσει τα τουρκικά σχέδια.
Και τη νύχτα τα σχέδια αυτά εκδηλώθηκαν με την απόβαση των τούρκων στρατιωτών στη μια νησίδα. Η πρώτη ενημέρωση μου έγινε από τον διευθυντή του Γραφείου Τύπου κ. Σταθουλόπουλο και αφού ξυπνήσαμε το προσωπικό της πρεσβείας παρακολουθήσαμε την εξέλιξη της κρίσεως, ενημερώνοντας στο μέτρο του δυνατού την Αθήνα και βλέποντας με ανακούφιση την εκτόνωσή της.
H κρίση βέβαια δεν έληξε με την εκτόνωση αυτή, απλώς μετεφέρθη σε άλλα επίπεδα. Η Τουρκία εξέφρασε την έντονη δυσφορία της με την εκφρασθείσα εκ μέρους τής Ευρωπαϊκής Ενώσεως αλληλεγγύη προς την Ελλάδα, διεμαρτυρήθη επειδή η Ρώμη υποστήριξε την ελληνική ερμηνεία του ιταλο-τουρκικού πρωτοκόλλου, επαναλαμβάνοντας την αιωνίαν επωδόν «τι ανακατεύονται οι τρίτοι σε ελληνοτουρκικά θέματα», και συνέχισε τις πιέσεις. Θυμάμαι διάβημα του διευθυντού ελληνοτουρκικών θεμάτων κ. Gokce επειδή έλληνας βοσκός είχε επιστρέψει στα Ιμια με τις κατσίκες του.
Σε παρατήρησή μου ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε και παλαιότερα και συνεπώς αντεπεκρίνετο στο συμφωνηθέν status quo ante, μου απήντησε πως κατ’ αυτούς το status quo ante ανεφερόταν στη χρονικά αμέσως προ της εντατικοποιήσεως της κρίσεως στιγμή και όχι παλαιότερα, ότε όντως επεσκέπτετο ο βοσκός τα Ιμια.
Ορισμένες ερωτήσεις:
Πού αποσκοπούσε η Τουρκία με την πρόκληση της κρίσεως;
Κατά τη γνώμη μου, ο στόχος ήταν απλός: επιθυμούσε να προκληθεί μια περιορισμένη σύρραξη με έναν σχετικό αριθμό θυμάτων και από τις δύο πλευρές, αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν να πέσουν κυριολεκτικά οι πάντες πάνω στην Ελλάδα και στην Τουρκία για να αποτρέψουν ευρύτερη σύρραξη και να τις υποχρεώσουν να καθίσουν σε ένα δωμάτιο και να «τα βρουν», επιτέλους, για όλα τα θέματα του Αιγαίου, δίκην διαδικασίας εκλογής του Πάπα. Η συνολική αυτή διαπραγμάτευση σίγουρα δεν θα ήταν προς όφελος της Ελλάδος. Εφόσον η σκέψη αυτή είναι σωστή, είναι προφανές πως η Τουρκία δεν επέτυχε τον επιδιωκόμενο στόχο.
Τι προκάλεσε την Τουρκία να δημιουργήσει τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή το θέμα των Ιμίων;
Πιστεύω πως το έναυσμα έδωσε μια απόφαση που υιοθετήθηκε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1995, η οποία ανακοινώθηκε με τις συνήθεις στην Ελλάδα τυμπανοκρουσίες, περί εποικισμού διάφορων ακατοίκητων βραχονησίδων. Ο «εποικισμός» αυτός προέβλεπε, αν θυμάμαι καλά, ανέγερση εικονοστασίου, τοποθέτηση κάποιου λιμενικού υπαλλήλου και κάτι παρεμφερείς συμβολικές ενέργειες. Για την Τουρκία οι ενέργειες αυτές δεν μπορούσαν παρά να είναι τμήμα ευρύτερου σχεδίου υπογραμμίσεως της ελληνικής κυριαρχίας σε όλο το Αιγαίο. Εξ ου και έπρεπε να προκληθεί μια κρίση που θα απέτρεπε την επέκταση και την εδραίωση της ελληνικής αυτής κυριαρχίας.
Και αφού δεν επετεύχθη ο στόχος της περιορισμένης συρράξεως με τις ανωτέρω συνέπειες;
Τότε η Τουρκία έθεσε σε εφαρμογή το μακρυτέρας διαρκείας σχέδιο αμφισβητήσεως της ελληνικής νησιώτικης κυριαρχίας. Εφηύρε τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, αμφισβήτησε την ελληνικότητα της Γαύδου και άλλα πολλά γνωστά από την τωρινή καθημερινότητα. Εφόσον δεν μπόρεσε να γίνει το short cut για την επίτευξη της αρεστής από την Τουρκία διευθετήσεως, ακολουθήθηκε πλέον η μάχη φθοράς. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία έχει τεράστια αποθέματα υπομονής.
Μήπως τα ανωτέρω αποτελούν υπερβολές;
Λίγο μετά την κρίση, όταν η Τουρκία είχε δημιουργήσει θέμα γκρίζων ζωνών, μίλαγα με τον εκπρόσωπο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, πρεσβευτή Ακμπέλ (σε αντίθεση με εμάς οι Τούρκοι τοποθετούν στη θέση του εκπροσώπου Τύπου παλαιό και σοβαρό πρεσβευτή). Η Αγκυρα είχε αναφέρει ότι η Ελλάς έπρεπε να αποδείξει την κυριότητά της επί των μη ρητά κατονομαζόμενων σε διεθνή κείμενα νησίδων. Ακολούθησε ο εξής διάλογος
Εγώ: Τι θέλετε να πείτε; Οτι η Ελλάς πρέπει να σας αποδείξει τους τίτλους κυριότητός της;
Ακμπλεκ: Ακριβώς.
Εγώ: Γιατί; Τι είστε εσείς; Ποιοι είστε εσείς;
Ακμπέλ: Είμαστε μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη και έχουμε λέγειν στο τι γίνεται και τι υπάρχει στην περιοχή μας.
Παρακάμπτω την απάντησή μου που δεν διεκρίνετο για την ευγένειά της. Νομίζω όμως ότι η ανωτέρω στιχομυθία απαντά στο ερώτημα.
Και ο τελικός απολογισμός;
Είναι γνωστό ότι οι χειρισμοί της ελληνικής κυβερνήσεως στο θέμα των Ιμίων επεκρίθησαν από διαφόρους που θα προέκριναν τη λύση της δυναμικής αντιμετωπίσεως της κρίσεως. Πιστεύω ότι η γραμμή που ακολουθήθηκε, δηλαδή η εκτόνωση του προβλήματος με ειρηνικά μέσα, ήταν κατά πολύ η καλύτερη, για την ακρίβεια η μόνη ενδεδειγμένη. Μια δυναμική επιλογή, ανεξαρτήτως βραχυπρόθεσμου αποτελέσματος, ουσιαστικά έπαιζε το παιχνίδι των Τούρκων που την επεδίωκαν για να επακολουθήσει στη συνέχεια η «επίλυση» του όλου θέματος του Αιγαίου.