Στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, ίσως και ελαφρώς βελτιωμένα, εκτιμάται ότι θα κινηθεί η κίνηση στα εμπορικά καταστήματα φέτος τα Χριστούγγενα, σύμφωνα με την Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του Ινστιτούτου της ΕΣΕΕ, ο εορταστικός τζίρος του Δεκεμβρίου το 2017, θα κυμανθεί κοντά στα περυσινά 3,5 δισ. ευρώ, ίσως και κατά 2% υψηλότερα, ωστόσο απέχει αρκετά από τα επίπεδα των 5,37 δισ. ευρώ τζίρου το 2009. Η σωρευτική μείωση επταετίας του χριστουγεννιάτικου τζίρου, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ), υπολογίζεται στο -35,2% με απώλειες 1,9 δισ. ευρώ, αναφέρει το newmoney.gr.
Μέχρι στιγμής, η κίνηση στα καταστήματα κρίνεται ικανοποιητική και αναμένεται να τονώσει τις επιχειρήσεις λιανικής, που, σε πολλές περιπτώσεις, στηρίζουν ακόμα και το 20% του ετήσιου τζίρου τους στις χριστουγεννιάτικες αγορές. Τα στοιχεία για το 2017 δείχνουν ότι ο συνολικός τζίρος του λιανεμπορίου φέτος ανέρχεται σε 42 δισ. ευρώ έναντι 41,4 δισ. ευρώ πέρυσι (+1,5%).
Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, η πλειονότητα των καταναλωτών ξεκινά τις αγορές το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, συνεχίζει πολύ έντονα την περίοδο 16-24 Δεκεμβρίου και μόνο το 11% κάνει τις αγορές της τελευταίας στιγμής τη περίοδο μετά τα Χριστούγεννα εως και την 31η Δεκεμβρίου.
Τι θα αγοράσουν οι Έλληνες μέσα στις γιορτές
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες όπως αυτή της Deloitte, προβλέπεται ότι ο προϋπολογισμός των Ελλήνων για τις αγορές των Χριστουγέννων θα είναι φέτος μειωμένος κατά 2% και στα 450 ευρώ, έναντι των 457 ευρώ πέρυσι, όταν ο μέσος όρος των Ευρωπαίων καταναλωτών είναι 455 ευρώ, έναντι 433 ευρώ πέρυσι.
Πού και πόσα θα επιλέξουμε να ξοδέψουμε φέτος από τα 450 ευρώ που μας αναλογούν; Σύμφωνα πάντα με την έρευνα, επιμερίζονται σε 157 ευρώ για φαγητό, 136 ευρώ για δώρα, 82 ευρώ για ταξίδια και 75 ευρώ για διασκέδαση. Αντίστοιχα ο μέσος όρος των Ευρωπαίων καταναλώνει 188 ευρώ για δώρα, 131 για φαγητό, 77 για ταξίδια και 49 ευρώ για διασκέδαση. Τα περισσότερα χρήματα τα Χριστούγεννα ξοδεύουν κατά σειρά οι Ισπανοί με 633 ευρώ, οι Βρετανοί με 614 ευρώ και οι Ιταλοί με 529 ευρώ, με τους Έλληνες στη 5η θέση.
Η πρώτη καταναλωτική προτίμηση για τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι τα είδη ρουχισμού και υπόδησης, η δεύτερη το φαγητό και το ποτό και η τρίτη κατηγορία κατά σειρά επιλογής, είναι τα βιβλία και τα παιχνίδια.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΣΕΕ Βασίλη Κορκίδη, η εν γένει πορεία του τζίρου στα καταστήματα λιανικής, επηρεάζεται εν πολλοίς από τη πληθώρα φορολογικών υποχρεώσεων, ύψους 4 δισ. ευρώ, που πρέπει να διευθετηθούν από 6 εκ. φορολογούμενους, έως το τέλος του έτους. “Η φοροκαταιγίδα του Δεκεμβρίου περιλαμβάνει τη τελευταία δόση του φόρου εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ, τη μηνιαία δόση στο πλαίσιο ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, την καταβολή παρακρατούμενων φόρων από τις επιχειρήσεις, τον ΦΠΑ και το ΦΜΥ, καθώς την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας 2018. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ευτυχώς 1,6 δις ευρώ θα διοχετευθούν στην οικονομία από τη χορήγηση του δώρου Χριστουγέννων σε 1,9 εκ. εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, αλλά δυστυχώς λόγω της υπερφορολόγησης τα περισσότερα δεν θα πάνε στην εορταστική αγορά”.
Οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών μεταξύ 2010 και 2017, μειώθηκαν κατά 31 δισ. ευρώ και η ιδιωτική κατανάλωση από τα 152 δισ. ευρώ στα 121 δισ. ευρώ, όταν το εισόδημα των Ελλήνων, δεν υπερβαίνει ετησίως τα 114 δισ. ευρώ. Επειδή λοιπόν εισόδημα και κατανάλωση είναι συγκοινωνούντα δοχεία, όπως συνεχίζει σε δηλώσεις του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, αυτό σημαίνει ότι πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις καλύπτονται από τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών στις τράπεζες και αλλού.
“Όμως την περίοδο των Χριστουγέννων, μπορώ να πω, πως οι Έλληνες καταφέρνουμε να ανατρέπουμε πολλά στατιστικά και οικονομικά δεδομένα. Παρά το γεγονός ότι 6 στους 10 Έλληνες καταναλωτές φοβούνται να μην υπερβούν το διαθέσιμο οικογενειακό μπάτζετ και οι 2 στους 10 αισθάνονται άγχος και πίεση να καλύψουν τα χριστουγεννιάτικα ψώνια, εντούτοις η πλειοψηφία του 51% των Ελλήνων εστιάζει στην εύρεση όμορφων δώρων για τα συγγενικά και φιλικά τους πρόσωπα από μικρούς εμπόρους που διαθέτουν ασυνήθιστα και ξεχωριστά είδη, με τη συνολική δαπάνη να φθάνει ακόμα και τα 240 ευρώ, έναντι του ευρωπαϊκού μ.ο. των 340 ευρώ” όπως σημειώνει ο κ. Κορκίδης.