Δημοσιεύθηκε η Υπουργική Απόφαση για τις ασφαλιστικές εισφορές για τους εργαζόμενουςπου αμείβονται με απόδειξη δαπάνης.
Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση:
1. Τα πρόσωπα που αμείβονται με Παραστατικά Παρεχόμενων Υπηρεσιών (τίτλος κτήσης – πρώην απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης) καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ για κύρια σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη (παροχές σε είδος και σε χρήμα), σύμφωνα με το ποσοστό εισφοράς του άρθρου 39 παρ. 1 του ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4578/2018 (ΦΕΚ Α’ 200), και του άρθρου 41 παρ. 2 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει. Δηλαδή θα ισχύσει εισφορά 13,3% υπέρ της κύριας ασφάλισης και 6,9% υπέρ του ΕΟΠΥΥ.
Οι παραπάνω ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και άλλων επιβαρύνσεων.
Στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις του άρθρου 39 του ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4578/2018 (ΦΕΚ Α’ 200), περί κατώτατου ορίου μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος.
3. Εάν τα παραπάνω πρόσωπα ασκούν συγχρόνως και άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, μισθωτή ή μη μισθωτή, για την οποία υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 36 παρ. 1 και 8 του ν. 4387/2016. Ειδικά για τις περιπτώσεις που παράλληλα προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον πρώην ΟΑΕΕ, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 39 και 41 παρ. 2 του ν. 4387/2016, όπως ισχύουν, και οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί βάσει της παρούσας εντός του έτους λαμβάνονται υπόψη κατά την ετήσια εκκαθάριση των ασφαλιστικών εισφορών.
2. Ο χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ των προσώπων του άρθρου 1 υπολογίζεται ως εξής:
α) Στην περίπτωση που από τη σύμβαση, διάρκειας μέχρι ένα μήνα, προκύπτει καθορισμένος αριθμός ημέρας ή ημερών απασχόλησης και μέχρι έναν (1) πλήρη μήνα ή 25 ημέρες ασφάλισης, ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται η ημέρα ή ημέρες, που ορίζονται στη σύμβαση, ανεξαρτήτως της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης.
Σε κάθε περίπτωση το ημερήσιο εισόδημα όπως προκύπτει από το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού προς τον αριθμό ημερών απασχόλησης της σύμβασης δεν πρέπει να υπολείπεται του 1/25 του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Εάν υπολείπεται, ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην περίπτωση β του παρόντος άρθρου.
β) Στις λοιπές περιπτώσεις ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού, δια του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως αυτός κάθε φορά ισχύει.
Για τον καθορισμό των ημερών ασφάλισης ως πλήρης μήνας λογίζονται 25 ημέρες ασφάλισης.
Εάν από την εφαρμογή των ανωτέρω προκύπτει αριθμός ημερών με δεκαδικό μέρος στρογγυλοποιείται στην αμέσως επόμενη ακέραιη μονάδα.
Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος ασφάλισης που προκύπτει σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρόνο ασφάλισης που αντιστοιχεί στη διάρκεια της σύμβασης. Σε περίπτωση που υπερβαίνει τη διάρκεια αυτή, ο χρόνος ασφάλισης περιορίζεται αντίστοιχα και οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί για το πλεονάζοντα χρόνο επιμερίζονται ισομερώς στους μήνες ασφάλισης που προκύπτουν σύμφωνα με τα ανωτέρω. Εάν μετά τον ως άνω επιμερισμό προκύπτει υπέρβαση της ανώτατης ασφαλιστικής εισφοράς που αντιστοιχεί στο προβλεπόμενο από το άρθρο 39 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος, αυτές επιστρέφονται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Ο χρόνος ασφάλισης που προκύπτει σύμφωνα με την παρ. 1 λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στον ΕΚΦΑ (πρώην ΟΑΕΕ).
Ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία έναρξης της απασχόλησης, όπως αυτή προκύπτει από την καταρτισθείσα σύμβαση. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει σύμβαση ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού.
Ως ημερομηνία λήξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία που αντιστοιχεί στις ημέρες ασφάλισης που προκύπτουν βάσει της παρ. 1, με την επιφύλαξη της παρ. 1 σε περίπτωση που προκύπτει χρόνος ασφάλισης πέραν του προβλεπόμενου από τη σύμβαση.
3. Σε περίπτωση έκδοσης περισσότερων του ενός παραστατικού, ο χρόνος ασφάλισης καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω για κάθε ένα παραστατικό που εκδίδεται.
. Τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο άρθρο 1, πριν από την έκδοση του παραστατικού παρεχόμενων υπηρεσιών – πωλήσεων (τίτλος κτήσης – πρώην απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης) απογράφονται υποχρεωτικά για αυτή την ιδιότητα στον ΕΦΚΑ. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ εκδίδουν σχετική βεβαίωση απογραφής. Ο αντισυμβαλλόμενος – αποδέκτης των υπηρεσιών των προσώπων του άρθρου 1, εφόσον δεν έχει απογραφεί ως εργοδότης του πρώην ΙΚΑ -ΕΤΑΜ, απογράφεται στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ.
Ο αμειβόμενος με το παραπάνω παραστατικό παραδίδει αντίγραφο της σχετικής βεβαίωσης στον αντισυμβαλλόμενο προκειμένου να λάβει γνώση για την απογραφή του στον ΕΦΚΑ, ώστε να προχωρήσει στην έκδοση του παραστατικού.
Ο αντισυμβαλλόμενος καταχωρεί σε σχετική εφαρμογή στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του ΕΦΚΑ τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνται για τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης και του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών, μέχρι το τέλος του μήνα που εκδίδεται το παραστατικό.
Σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν προβεί στην ανωτέρω καταχώρηση ή προβεί σε αυτήν εκπρόθεσμα επιβάλλονται τα προβλεπόμενα από το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ Α’ 48) πρόστιμα, τα οποία βαρύνουν στο σύνολό τους τον αντισυμβαλλόμενο – εκδότη του παραστατικού.
Οι προβλεπόμενες από την παρούσα ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουν στο σύνολό τους τον αμειβόμενο με παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών, παρακρατούνται και αποδίδονται στον ΕΦΚΑ από τον αντισυμβαλλόμενο – εκδότη μέχρι το τέλος της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του επόμενου μήνα της έκδοσης του παραστατικού.
Σε περίπτωση που οι ασφαλιστικές εισφορές δεν αποδοθούν από τον αντισυμβαλλόμενο – εκδότη του παραστατικού εμπρόθεσμα επιβαρύνονται με τις προ-βλεπόμενες για τις καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προσαυξήσεις και βεβαιώνονται προς είσπραξη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για τις ασφαλιστικές εισφορές. Τα σχετικά ποσά βαρύνουν τον εκδότη του παραστατικού.
4. Οι ρυθμίσεις της παρούσας εφαρμόζονται για παραστατικά που εκδίδονται και αφορούν σε συμβάσεις που καταρτίζονται μετά την ισχύ της παρούσας.
5. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.