Μήπως νέα μακροοικονομικά μοντέλα θα έπρεπε να απασχολήσουν οικονομολόγους και κυβερνήσεις περισσότερο από όσο θα έπρεπε;
Του Αθ.Χ.Παπανδρόπουλου
Μακροπρόθεσμα, η ανεργία είναι ίση με τη διαρθρωτική ανεργία, ο πληθωρισμός προσδιορίζεται από την νομισματική πολιτική και τα πραγματικά επιτόκια προκύπτουν από την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών (μεταξύ αποταμίευσης και επένδυσης).
Συμβαίνει όμως αυτό το τυποποιημένο μακροοικονομικό μοντέλο να μην αντιστοιχεί πλέον στις εξελίξεις που παρατηρούνται στις χώρες του Οργανισμού Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Τα τελευταία χρόνια έτσι παρατηρείται στις περισσότερες χώρες μέλη του ΟΟΣΑ μια τόνωση της ζήτησης, με παράλληλη πτώση της ανεργίας, χωρίς καθόλου άνοδο του πληθωρισμού.
Συγκεκριμένα στη ζώνη του Οργανισμού, συνολικά παρατηρήθηκε από το 2016 έως και το 2019 ανάπτυξη 2% περίπου και την ίδια περίοδο η μεν ανεργία έπεσε από 5,2% σε 4,8% ενώ ο πληθωρισμός παρουσίασε μικρή κάμψη και βρίσκεται στο επίπεδο του 1,3%.
Ας σημειωθεί …επίσης ότι η ανεργία έχει ενδογενή και όχι εξωγενή χαρακτήρα και ως εκ τούτου άρα εξαρτάται από την δραστηριότητα.
Άρα η όποια μακροπρόθεσμη στήριξη της ζήτησης μπορεί να έχει θετική επίπτωση στην απασχόληση στο μέτρο βέβαια που θα υπάρχει παραγωγική δραστηριότητα και όχι μεταπραττισμό.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, ως φαίνεται, μακροπρόθεσμα δεν εξαρτάται από την νομισματική πολιτική, όπως αυτό συμβαίνει με τα επιτόκια, που έχουν αποσυνδεθεί από την παραδοσιακή.ισορροπία μεταξύ αποταμίευσης και επενδύσεων.
Στο πλαίσιο των παραπάνω εξελίξεων,η πορεία της αμερικανικής οικονομίας δείχνει ότι η στήριξη της ζήτησης αφ΄ενός μεν οδηγεί σε μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας, αφ΄ετέρου δε μεταφράζεται και σε κέρδη παραγωγικότητας.
Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η στήριξη της ζήτησης έχει θετικά αποτελέσματα χωρίς τις αρνητικές παρενέργειες που ήσαν γνωστές στο παρελθόν.
Υπό αυτές τις νέες συνθήκες γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι στους κόλπους του ΟΟΣΑ θα πρέπει να γίνουν σοβαρές επαναθεωρήσεις οικονομικής και νομισματικής πολιτικής και να αναζητηθούν ενδεχομένως νέες κατευθύνσεις στο πεδίο της δημοσιονομικής διαχείρισης.
Συμπερασματικά έτσι, μπορεί να διατυπωθεί η θέση ότι νέες διαδικασίες και μορφές παραγωγής οικονομικού αποτελέσματος υπαγορεύουν αν μη τι άλλο νέους τρόπους σκέψης.
Και αυτή είναι μια εξέλιξη, η οποία μέσα στο 2020 θα γίνει όλο και πιο απαιτητική, καθώς ο νέος παγκόσμιος καταμερισμός της εργασίας θα μεταμορφώνεται, παρά τις όποιες προϋποθέσεις καθυστέρησης του φαινομένου, επιδιώκουν συγκεκριμένα κέντρα λήψης αποφάσεων.