Ο Τζέιμι Όλιβερ δύσκολα θα ξεχάσει την χθεσινή μέρα. Όταν είσαι αναγκασμένος να βάλεις λουκέτο σε 25 δικά σου εστιατόρια και να αφήσεις στο δρόμο χίλια τριακόσια άτομα, δεν μπορείς απλά να υποκριθείς ότι αυτό δεν είναι μια καταστροφή.
Σίγουρα δεν είναι κάτι που ο διάσημος τηλεοπτικός σεφ δεν περίμενε να συμβεί, αφού τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί ξεπερνούσαν τα 70.000.000 αγγλικές λίρες. Το απολογητικό του tweet στο οποίο εξέφραζε την λύπη του για τις εκατοντάδες εργαζομένων που θα βρεθούν στο δρόμο, μπορεί να ήταν συγκινητικό, αλλά δεν απάλυνε την κριτική που του άσκησαν έγκυρα βρετανικά ΜΜΕ όπως ο Independent.
Ο τελευταίος γράφει ότι ο Όλιβερ δέχεται κριτική επειδή εντρύφησε περισσότερο στην τηλεοπτική περσόνα που έχει χτίσει και την προσωπική του προβολή παρά στα δεκάδες μαγαζιά που είχε ανοίξει. Παρότι γνώριζε ότι η αυτοκρατορία εστίασης που είχε στήσει αντιμετώπιζε προβλήματα εδώ και λίγα χρόνια, δεν κατάφερε να πάρει τα μηνύματα, αναφέρει το protothema.
Αντίθετα, προσπάθησε με κάποιες κινήσεις που αποδείχτηκαν άστοχες να αποφύγει όσο μπορούσε την διαφαινόμενη πτώχευση, όπως το κλείσιμο του περιοδικού που εξέδιδε το 2017.
Τότε που φιγουράριζε ως ένας από τους πιο πλούσιους Βρετανούς στην λίστα του Forbes, έχοντας αφήσει πίσω του εδώ και χρόνια, το παιδί από το χωριό Κλάβερινγκ της κομητείας του Έσεξ.
Αυτό που άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά της κουζίνας στην παμπ που διατηρούσαν οι γονείς τους, οι οποίοι τον έβλεπαν να δοκιμάζει τις δυνάμεις του. Ούτε κι αυτοί όμως φαντάζονταν που θα έφτανε ο γιος τους, όταν σε ηλικία δεκαοχτώ ετών ξεκίνησε να δουλεύει ως pastry chef στο ρεστοράν του φημισμένου Αντόνιο Καρλούτσιο στο Λονδίνο.
Από τα γλυκά στο BBC
Εκεί θα αναπτύξει πολύ στενές φιλικές σχέσεις με τον chef Τζενάρο Κοντάλντο, ο οποίος τον μύησε στα μυστικά της Ιταλικής κουζίνας, που είναι η πιο αγαπημένη του Τζέιμι.
Η μεταγραφή του ως sous chef στο River Cafe αποδείχθηκε καταλυτική, αφού εκεί τον ανακάλυψε η τηλεοπτική παραγωγός Πατρίτσια Λιούελιν, η οποία είδε πάνω του, αυτό που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Έναν νέο σεφ που δεν είχε κανένα πρόβλημα να βγει και να μιλήσει στην τηλεόραση, σαν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, που μαγειρεύει για τους φίλους του ή το αφεντικό του!
Το «The Naked Chef» που βγήκε στον αέρα το 1999 εκτόξευσε αμέσως την φήμη του Όλιβερ, το πρώτο βιβλίο μαγειρικής του έγινε το Νο 1 εκδοτικό best seller, ενώ την ίδια χρονιά μαγείρεψε για τον τότε πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ στην Ντάουνινγκ Στριτ.
Στα χρόνια που ακολουθούν το ένα τηλεοπτικό σόου διαδέχεται το άλλο. Αφήνει το BBC για το Channel 4 και εκεί δημιουργεί διάφορα κόνσεπτ, όπως αυτό για την υγιεινή διατροφή στα σχολεία και όχι μόνο, που του χαρίζει διθυραμβικές κριτικές, αφού εκτός από την Αγγλία ταξιδεύει και στην Αμερική.
Το 2004 οι Sunday Times τον περιλαμβάνουν στην λίστα με τους πιο πλούσιους Βρετανούς που δεν έχουν κλείσει τα τριάντα τους χρόνια και το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό. Τέσσερα χρόνια μετά ανοίγει το Jamie’s Italian, το πρώτο δικό του Ιταλικό ρεστοράν στην Οξφόρδη και η επιτυχία του είναι άμεση, αφού το τηλέφωνο χτυπάει ασταμάτητα.
Η φρενήρης επέκταση και η καταστροφή
Για όλους όσους τον έχουν ζήσει, ο Τζέιμι Όλιβερ είναι ένας εξαιρετικός μάγειρας, που παθιάζεται όταν μπαίνει στην κουζίνα, αλλά δεν έγινε ποτέ ένας σωστός επιχειρηματίας.
Το λουκέτο στην αλυσίδα των ιταλικών του εστιατορίων στην Βρετανία που κάποτε ήταν σαράντα δύο, έδειξε ότι η φρενήρης επέκταση και το αλόγιστο franchise αποδείχτηκαν λανθασμένες κινήσεις.
Ο Όλιβερ-δεν είναι ο μόνος-απέτυχε να δει την επερχόμενη κρίση στην εστίαση με την εκτόξευση των ενοικίων και την αύξηση του delivery στην χώρα. Κι αν η χρεοκοπία της εταιρείας με τα μαγειρικά σκεύη που λάνσαρε ήταν κάτι που μπόρεσε να αντέξει, η πτώχευση της Τρίτης πόνεσε πολύ τον ταλαντούχο σεφ.
Αυτόν που ταξίδεψε ακόμη και στην Ικαρία για να μάθει γιατί οι κάτοικοι του νησιού ζουν παραπάνω από όλους τους Ευρωπαίους και ποιο είναι το μυστικό της διατροφής τους.
Η εικόνα του να τρώει τραχανά σε ένα μικρό σπίτι μαζί με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι είναι μια από τις εκατοντάδες που έχτισαν το μύθο του και πιθανόν την αυτοκρατορία του, αυτή που «έκαψε» επειδή δεν πρόλαβε να «σβήσει» την φωτιά που είχε ήδη ανάψει εδώ και τρία περίπου χρόνια.